Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Issue #3

Ο Ιερεμίας δεν είχε αλλεργία στο πιπέρι. Κανένα σκουλήκι δεν είχε αλλεργία στο πιπέρι. Για την ακρίβεια, όσα σκουλήκια είχαν την ατυχία να είναι αλλεργικά εμφάνιζαν πρόβλημα μόνο σε κοκκινωπά φυτά με μοβ σπόρους και το πιπέρι δεν ήταν ένα από αυτά. Ο Ιερεμίας είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς καθώς ανέβαινε τη μεγάλη ελικοειδή σκάλα που θα οδηγούσε μετά από περίπου ένα χιλιόμετρο ανέβασμα στην κρεβατοκάμαρα. Ανέβαινε αργά καθώς ανέλυε την κατάσταση στο αναμφισβήτητα σπουδαίο μυαλό του.
 Ο Ιερεμίας είχε την περίεργη τύχη να γεννηθεί ένας «Διώκτης». «Διώκτες» ονομάστηκαν από τους επιστήμονες μια σπάνια φυλή σκουληκιών η οποία κατείχε την ιδιότητα να εμφανίζει τα συμπτώματα της αλλεργικής αντίδρασης αμέσως μόλις απελευθερωνόταν στην ατμόσφαιρα μια ποσότητα ενός δηλητηριώδους προϊόντος. Ονομάστηκαν έτσι κυρίως γιατί χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα είτε ως βασιλικοί φύλακες είτε ως ανιχνευτές των Αστυνομικών Αρχών. Ελαφρά συμπτώματα όπως φαγούρα και τσούξιμο τον ματιών προκαλούσαν συνήθως τα ελαφρά δηλητήρια που το μόνο που μπορούσαν να προκαλέσουν ήταν στομαχικές διαταραχές. Δηλητήρια υψηλού κινδύνου θεωρούνται όσα προκαλούν αρχικά έντονο φτέρνισμα και συνοδεύονται από οξύ πονοκέφαλο. Εάν τα πρώτα αυτά συμπτώματα ακολουθεί και ένα μικρό εξάνθημα στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού των Διωκτών, τότε το δηλητήριο είναι θανατηφόρο και ανάλογα με την έκταση του εξανθήματος πιθανολογείται ότι εκείνος που πρόκειται να δηλητηριαστεί έχει από έξι ώρες έως και τρία λεπτά χρόνο ζωής…
 Οι Διώκτες ήταν πλέον ένα σπάνιο φαινόμενο καθώς αλληλοεξοντώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους κατά τον Εμφύλιο των Διωκτών. Αυτός προκλήθηκε από τους Οπισθοδρομικούς Διώκτες, οι οποίοι πορεύονταν με την άποψη ότι το περίεργο χάρισμα τους ήταν δώρο του μεγάλου Θεού από εκείνον προς αυτούς και πίστευαν πως ήταν ασέβεια να το μοιράζονται με τον υπόλοιπο κόσμο. Μία χρονιά, κηρύχθηκε πόλεμος από μια ρήξη μεταξύ των δύο φυλών, κυρίως εξαιτίας οικονομικών διαφορών. Όσοι πληθυσμοί Διωκτών γλύτωσαν, συμφώνησαν να ξεχάσουν το θέμα και να διασκορπιστούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπου και θα έκαναν τις οικογένειές τους. Λέγεται ότι κατάφεραν να επιζήσουν μόνο πέντε Διώκτες και κανένας από αυτούς δεν ήταν Οπισθοδρομικός. Όσο για το παράξενο ταλέντο τους, συμφώνησαν να μείνει από εδώ και πέρα ένα μυστικό καλά κρυμμένο μες στους επόμενους αιώνες, ένας θρύλος, που το όνομα του τώρα πια αντηχούσε στα αυτιά των γηραιότερων σκουληκιών σαν παραμύθι…
 Ο Ιερεμίας αποφάσισε πως θα ήταν σαφώς καλύτερο να τηλεμεταφερθεί από το να ανεβεί τα εναπομείναντα 728,5 μέτρα με τα πόδια. Αν σταματούσε μόνο αυτός ο φριχτός πονοκέφαλος που τον είχε πιάσει το τελευταίο λεπτό…
  
* * *

 «Μη γλυκιά μου, όχι αυτό το βάζο…»
 «Να σκάσεις!» ούρλιαξε από θυμό η βασίλισσα Κλημεντίνη καταστρέφοντας την βαζοπεριουσία του συζύγου της που με τόσο κόπο είχε συγκροτήσει.
 «Μα δε νομίζω ότι είναι λόγος αυτός για να γίνουν όλα άνω κάτω πάλι… Στο κάτω κάτω δεν έγινε και τίποτα…»
Η Κλημεντίνη αγνόησε το σύζυγο της και συνέχισε να σπάει ένα ένα τα βάζα του συζύγου της.
 «Ακούς εκεί που θα μου πει εμένα ότι του αρέσει περισσότερο πως είμαι τώρα παρά πριν 45 χρόνια! Άντρες! Τίποτα δεν καταλαβαίνουν πια… ΤΙΠΟΤΑ!» αφήνιασε η Κλημεντίνη αρπάζοντας ένα μεγάλο πιάτο για τα επίσημα γεύματα…
 «Μη καλή μου, όχι το πιάτ…»
 «ΕΙΠΑ ΣΚΑΣΕ! Δηλαδή για ποιο λόγο με παντρέυτηκες? Δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς σήμερα το καταλαβαίνεις? » αντιμίλησε η Κλημεντίνη και έκανε μια κίνηση να πετάξει το πιάτο κατά τον άντρα της.
 Ο Ιερεμίας ο οποίος είχε την τέχνη να εμφανίζεται πάντα στην πιο κρίσιμη στιγμή, έσκασε μύτη στη μέση της μάχης. Με μία αστραπιαία κίνηση του μπαστουνιού του δημιούργησε ένα γαλάζιο περίβλημα γύρω από την βασίλισσα μέσα στο οποίο ο χρόνος σταματούσε να κυλάει, ενώ η άψογη προστατευτική αύρα του διέλυσε το πιάτο σε άπειρα μικρά κομματάκια πορσελάνης μεταφέροντάς το σε μία άλλη διάσταση, από την οποία μόνο ο Ιερεμίας μπορούσε να το επαναφέρει. ¨Όλα αυτά χωρίς να κουνηθεί ούτε χιλιοστό από τη θέση στην οποία εμφανίστηκε.
 Με την έκφραση της απόλυτης ηρεμίας στο πρόσωπό του, χαμογέλασε εγκάρδια στο Μεγαλειότατο: 
 «Λοιπόν αγαπητέ Θεόφιλε, φαίνεται πως έφτασα επάνω στο καθιερωμένο μεσημεριανό καβγαδάκι…»
 «Ιερεμία… ουφ…!» λαχάνιασε ο Μεγαλειότατος. βγαίνοντας πίσω από τις κουρτίνες. 
 «Σου χρωστάω τη ζωή μου…»
 «Έλα αηδίες… Θα προτιμούσα ένα γεύμα με τη βασιλική οικογένεια…!»
 «Έξοχα! Πότε θέλεις?»
 «Και τώρα μη σου πω…» 
 «Συμβαίνει κάτι?» ανησύχησε ο Μεγαλειότατος.
Το μυαλό του Ιερεμία συνέχιζε να δουλεύει πυρετωδώς. Περίμενε το επόμενο σημάδι. Ένα σπυράκι στο δάχτυλο του αρκούσε. Αλλά δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Ήταν ο μόνος ο οποίος θα μπορούσε να σώσει το Βασιλικό ζεύγος σε περίπτωση που κάποιο κακόβουλο σκουλήκι προσπαθούσε να τους δηλητηριάσει.
 «Και ναι, και όχι…» 
Με μία ακόμη κίνηση, λιγότερο βιαστική αυτή τη φορά άλλά το ίδιο επιδέξια, απελευθέρωσε τη ζαλισμένη βασίλισσα από τη Χρονοφούσκα.
«Τι συνέβη?.. Α! Καλώς τον… Καλά δεν έχεις βαρεθεί να μας ακούς κάθε φορά?»
«Γιατί Κλημεντίνη εσύ δε βαρέθηκες να του φωνάζεις?» της είπε χαμογελαστά ο Ιερεμίας. Ύστερα, παίρνοντας ένα σοβαρό ύφος τους ενημέρωσε για τα πρωινά δρώμενα και τους ζήτησε να τους συνοδεύσει στο δείπνο.
Η Κλημεντίνη μίλησε πρώτη.
 «Μια απορία μόνο…»
 «Ακούει…»
«Πως είσαι τόσο σίγουρος γι αυτά που λες? Εδώ καλά καλά δεν πρόλαβες να ανακρίνεις εκείνα τα δύο σκουλήκια.»
«Και κάτι μου λέει ότι ούτε και πρόκειται να τα ανακρίνω και ποτέ… Αρνούμαι να απαντήσω στην ερώτησή σου Κλημεντίνη, με προσβάλλει τα μάλα…Θα σας περιμένω κάτω στην τραπεζαρία.» κατέληξε και κίνησε κατά την πόρτα.
« Εεε… Ι… Ιερεμία?»
«Ακούω Μεγαλειότατε…» απάντησε ο Ιερεμίας χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. 
  «Εεε… Να… ξέρεις μωρέ τώρα πως αντιδρούν οι καθαρίστριες… όταν βλέπουν τέτοια χάλια στο παλάτι… Μήπως θα μπορούσες… Να κ… κάνεις κάτι?»
δίστασε ο αυτοκράτορας.
 Ο Ιερεμίας, ατάραχος όπως πάντα, και χωρίς να γυρίσει προς το μέρος τους κούνησε το ραβδί του και μια σκούπα, μια σφουγγαρίστρα και ένας κουβάς που εμφανίστηκαν από το πουθενά, έπιασαν αμέσως δουλειά. Στη συνέχεια, έφυγε από το δωμάτιο σιγοτραγουδώντας ένα παλιό διάσημο τραγούδι. Η Κλημεντίνη μίλησε πρώτη μετά από ένα περίπου λεπτά έντονης σιωπής. Ακόμη και το σφουγγαρόπανο ήσυχο ήταν…
 « Πρόσεξες ότι πάλι απέφυγε την ερώτηση μου?»
 «Το πρόσεξα…» ομολόγησε ο Μεγαλειότατος.
 «Τι θα κάνουμε με αυτόν?» ρώτησε αινιγματικά αλλά με όψη μάλλον χαμογελαστή.
 «Το ερώτημα είναι τι θα κάναμε χωρίς αυτόν…» απάντησε ο Θεόφιλος και κίνησε κατά την τουαλέτα. 
* * *
Τα δυο ρεμάλια που βρίσκονταν στο υπόγειο του Ιερεμία είχαν αρχίσει να συνέρχονται. Πρώτο άνοιξε τα μάτια του το πιο γεροδεμένο σκουλήκι και όπως ήταν λογικό προσπάθησε να καταλάβει πού στο καλό βρισκόταν. Το καινούριο τους σπιτικό ήταν μες στη σκόνη και συνειδητοποίησε πως μπορούσε να αναπνεύσει με μεγάλη δυσκολία. Να έφταιγε η σκόνη? Μήπως ο θεότρελος μάγος που τους είχε φυλακίσει είχε κάνει και κάποιο ξόρκι επάνω τους έτσι ώστε να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής τους? Τα ερωτήματα κατέκλυζαν το μυαλό του. Αδυνατούσε να σκεφτεί καθαρά. Γιατί? Και γιατί δεν είχε συνέλθει ακόμη ο φίλος του?
Σε μια ύστατη προσπάθεια να βολευτεί καλύτερα στη θέση του λιποθύμησε από μια ραγδαία εξάντληση που κατέλαβε όλο του το σώμα και έπεσε άθελα του στο κεφάλι του συντρόφου του παρατείνοντας για πολύ την κατάσταση λήθης και των δυο τους.

* * *

Δεν υπάρχουν σχόλια: