Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Issue #1

«Και γιατί παρακαλώ θα έπρεπε να ξέρω που βρίσκονται τα φίλτρα του…?»
«Γιατί εσύ υποτίθεται πως τον παρακολουθείς έξι μήνες τώρα…»
«Δεν είναι τόσο εύκολο να παρακολουθείς ένα τέτοιο πλάσμα!..»
    Δυο παραστρατημένα σκουλήκια που είχαν αλλάξει στρατόπεδο τον καιρό της Μεγάλης Επανάστασης, περίπου πενήντα χρόνια πριν, σχολίαζαν με ψιθυριστές φωνές το τεράστιο χάος στο σπίτι του γνωστού μας μάγου.
«Και να ξέρεις, φιλική συμβουλή: Δεν νομίζω να υπάρχει χειρότερος συνδυασμός από έναν αδέξιο μάγο, τόσο καλό ώστε να τον τιμήσουν με το παράσημο τέταρτου βαθμού του Λαζελιανού τάγματος..» είπε εμφανώς τρομαγμένο το σκουλήκι που του είχε ανατεθεί η παρακολούθηση του Ιερεμία.
«Τετάρτου βαθμού?» αναφώνησε το δεύτερο, λίγο πιο μεγαλόσωμο σκουλήκι, που πλήρωνε το τίμημα για το ύψος του σε αυτή τη ρημάδα την καλύβα χτυπώντας το κεφάλι του συνέχεια στα τραπεζάκια κάτω από τα οποία έρπονταν.
«Μα αυτό δίνεται μόνο σε ήρωες πολέμου!..» συνέχισε ακόμη πιο τρομαγμένο.
«Και πρέπει να το μάθει όλο το χωριό? Έτσι εκτελείς μυστικές αποστολές εσύ?
Φωνάζοντας όποτε σου καπνίσει?!?»
«Μα δεν καταλαβαίνεις?» αντιμίλησε το δεύτερο σκουλήκι αυτή τη φορά λίγο πιο σιγά.
«Να καταλάβω τι? Ότι είμαι σε αυτή την παλιοκαλύβα με έναν βλάκα σαν εσένα που δεν έχει που να βάλει τα μπράτσα του και μιλάει όλη την ώρα αντί να ψάχνει?» είπε το πρώτο σκουλήκι αυτή τη φορά φανερά εκνευρισμένο.
«Να καταλάβεις ότι δεν έχεις την παραμικρή ιδέα που μας έχεις μπλέξει…»
«Αυτήν ακριβώς την άποψη έχω και εγώ!» ακούστηκε μια βαρεία φωνή από μπροστά τους…
     Ένας ταξιδιωτικός μανδύας ειδικά ενισχυμένος με δέρμα δράκου για να αντέχει και στους πιο κρύους χειμώνες ανέμιζε μπροστά τους και ένα πραγματικά εκνευρισμένο σκουλήκι με ένα ζευγάρι μάτια που γυάλιζαν, μέσα σε αυτόν, τους μιλούσε με την πιο τρομακτική φωνή που είχαν ακούσει ποτέ τους. Ένιωθαν στις ράχες τους το βάρος από τα λόγια αυτού του τύπου που εμφανίστηκε πριν από λίγα δευτερόλεπτα ακριβώς μπροστά τους και προς στιγμήν ένοιωσαν τόσο μεγάλο δέος για τον άγνωστο ταξιδιώτη που δεν πρόσεξαν ότι τα πόδια τους είχαν ξεκολλήσει από τη γη.
«Και φαντάζομαι ότι δεν θα λάβω ικανοποιητική απάντηση εάν τολμήσω και ρωτήσω:
ΤΙ ΓΥΡΕΥΕΤΕ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΝΥΧΤΙΑΤΙΚΑ, ΕΡΠΟΝΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ?» ούρλιαξε από θυμό ο Ιερεμίας και με μια κίνηση του ραβδιού του, τίναξε τους παρείσακτους στον απέναντι τοίχο.
    Ο βαρύς γδούπος από τα σώματα τους κατά την επαφή τους με τον τοίχο ήταν ο τελευταίος θόρυβος που ακούστηκε σ αυτή την ησυχη πόλη εκείνη τη νύχτα.

                                                                             *******      

      Το σκοτεινό δωμάτιο ανέδυε μια έντονη μυρωδιά μούχλας ανακατεμένη με αυτή της υγρασίας που σχημάτιζε γυαλιστερές σταγόνες στους πέτρινους τοίχους. Το μοναδικό έπιπλο που καταλάμβανε περίπου το μισό δωμάτιο ήταν ένα παλιό ξύλινο κρεβάτι με ένα αχυρένιο στρώμα φτιαγμένο βιαστικά. Επάνω στο κρεβάτι στεκόταν ακίνητο σαν πέτρα ένα γεροδεμένο σώμα δεμένο γερά με σκοινιά στα πόδια του κρεβατιού. Ένα γεύμα αποτελούμενο από ένα κομμάτι ξερό ψωμί και μια κανάτα με ξίδι βρισκόταν ακουμπισμένο στο πάτωμα μπροστά την ξύλινη πόρτα.
     Ένας δυνατός γδούπος στην πόρτα, σαν κάποιος να σκόνταψε και να έπεσε πάνω της έβγαλε το γεροδεμένο σώμα από το λήθαργό του. Ο Ρολάνδος βρήκε τον εαυτό του δεμένο σφιχτά πάνω σε ένα κρεβάτι μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η πρώτη του κίνηση ήταν να χαμογελάσει. Ύστερα, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, έσπασε τα σκοινιά και κίνησε για την πόρτα. Ακούμπησε το αυτί του προσεκτικά στην πόρτα και την ψηλάφησε για να μπορέσει να καταλάβει έαν έκρυβε κανένα μηχανισμό με σκοπό να τον βλάψει. Μετά απο την προσεκτική εξέταση, άνοιξε την πόρτα απότομα με το πόδι του παρασέρνοντας τον ανυποψίαστο φρουρό που στεκόταν από την άλλη μεριά.
     Μπροστά του απλωνόταν ένας μακρύς διάδρομος αρκετά φαρδύς για να χωράει 2 φυσιολογικούς ανθρώπους κολλητά τον έναν δίπλα στον άλλον. Ο Ρολάνδος όμως είχε πρόβλημα. Το μέγεθος του δε θα του επέτρεπε να κινηθεί ελεύθερα σε περίπτωση που χρειαζόταν να αναμετρηθεί με κάποιον.

* * *



Δεν υπάρχουν σχόλια: