...
O Ψηλός τράκαρε σε μια πινακίδα με το κεφάλι του και έπεσε στο πάτωμα με ένα χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Δευτερόλεπτα μετά ποδοπατήθηκε και αυτό από τον όχλο. Το σώμα του συνέχισε να τρέχει μπροστά για δεκαπέντε περίπου δευτερόλεπτα και είπε στο Φίλο.
'Φίλε, μη σταματάς εγώ πέθανα. Μην τους αφήσεις να σε πιάσουν...'
Ο Φίλος ένιωσε τα πόδια του να τρεμοπαίζουν. Δε μπορούσε να σταματήσει να τρέχει όσο και να ήθελε. Το σώμα του αρνούνταν να σταματήσει. Ο εγκέφαλός του άρχισε να μουδιάζει.
'Γαμημένο σκατόκουμπο...Τι πήγε στραβά;' ψέλλισε.
Μέσα στον καταιγισμό των σκέψεων που τον περιέλουζε δεν παρατήρησε ένα μικρό βοτσαλάκι στο διάβα του. Σκόνταψε. Ενώ έπεφτε στο μυαλό του έμεινε αποτυπωμένο το ερώτημα
'Τι πήγε στραβα;'
Στο μάτι του καρφώθηκε ένας ξύλινος πάσσαλος ενώ η σύγκρουση με τον πυροσβεστικό κρουνό τσάκισε τη σπονδυλική του στήλη στα δυο.
Ο όχλος πέρασε πάνω από το πτώμα του χωρίς να δώσει σημασία σε τίποτα από όσα είχαν συμβεί. Το τροπάρι συνέχιζε ακλόνητο.
'ΚΑΤΩ ΟΙ ΒΟΜΒΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΙΑ ΜΑΣ'
'ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΠΛΟΠΟΙΟΥΣ' και
'ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΤΟ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΑΝΑΘΕΜΑ'
Μια διαδήλωση που μετατράπηκε σε γιγαντιαία σαπουνόφουσκα και εξαφανίστηκε αφήνοντας στο πέρασμά της ένα μουντό, άχρωμο τοπίο.
Οι δυο φίλοι βρέθηκαν καθισμένοι στο σπίτι του Φίλου, ακριβώς εκεί που ήταν και πριν με τη μόνη διαφορά ότι το κουμπί ήταν τώρα ολόκληρο και στην τσέπη του Ψηλού.
'Γαμάτα Ψηλέ!'
'Ναι, ρε Φίλε!'
'Είσαι για μια ακόμη;'
'Δεν ξέρω. Δεν κάνουμε κάτι να φάμε καλύτερα;'
Ο δεκαοκτάχρονος Γιάννης άνοιξε τα μάτια του. Πήγε να μουτζώσει τον εαυτό του αλλά σταμάτησε όταν θυμήθηκε πως τον τελευταίο μήνα ήταν ανάπηρος. Μεθυσμένο πλουσιόπαιδο. Βασάνιζε το μυαλό του με περίεργες σκέψεις που κλωθογύριζαν ασταμάτητα. Στο όνειρό του έτρεχε. Ήταν εφιάλτης; Δε μπορεί.
Η πόρτα του δωματίου 524 στην ιδιωτική κλινική 'Λάζαρος' άνοιξε και φάνηκε ένα αδύνατο αγόρι.
'Που σαι Ψηλέ;' χαιρέτησε. 'Πως είσαι;'
'Καλά ρε φίλε, εσύ;' αποκρίθηκε ο Γιάννης.
'Έτοιμος για τη μεγάλη στιγμή;'
'Δεν ξέρω ρε Γιώργο. Λες να πετύχει;'
'Θα πετύχει σίγουρα. Σε ένα τρίμηνο θα περπατάς!'
*
Τέσσερις μήνες μετά ο Γιάννης και ο Γιώργος έπαιζαν μπάλα στο πάρκο απέναντι. Γύρισαν σπίτι καταιδρωμένοι και άνοιξαν τον υπολογιστή όσο ψήνονταν τα τοστάκια στην κουζίνα. Ακούστηκε η φωνή του Γιάννη.
'Μαλάκα...'
'Τι ρε;' είπε ο Γιώργος χαμένος στον κομπιούτερα.
'Κοίτα λίγο τι βρήκα στο μπουφάν μου...' είπε φοβισμένα ο Γιάννης.
Στα χέρια του κρατούσε ένα κουμπί, μέτριο σε ομορφιά και όχι ιδιαίτερα ακριβό ή πολύτιμο. Αμαρκάριστο από φίρμες εταιρειών. Στην πραγματικότητα δεν είχε καν κουμπότρυπες. Ο Γιάννης δοκίμασε να σπάσει το κουμπί στα δύο κάτι που εν τέλει έγινε με πρωτοφανή ευκολία.
Χαμογέλασαν
'Είσαι;'
'Είμαι!'
O Ψηλός τράκαρε σε μια πινακίδα με το κεφάλι του και έπεσε στο πάτωμα με ένα χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Δευτερόλεπτα μετά ποδοπατήθηκε και αυτό από τον όχλο. Το σώμα του συνέχισε να τρέχει μπροστά για δεκαπέντε περίπου δευτερόλεπτα και είπε στο Φίλο.
'Φίλε, μη σταματάς εγώ πέθανα. Μην τους αφήσεις να σε πιάσουν...'
Ο Φίλος ένιωσε τα πόδια του να τρεμοπαίζουν. Δε μπορούσε να σταματήσει να τρέχει όσο και να ήθελε. Το σώμα του αρνούνταν να σταματήσει. Ο εγκέφαλός του άρχισε να μουδιάζει.
'Γαμημένο σκατόκουμπο...Τι πήγε στραβά;' ψέλλισε.
Μέσα στον καταιγισμό των σκέψεων που τον περιέλουζε δεν παρατήρησε ένα μικρό βοτσαλάκι στο διάβα του. Σκόνταψε. Ενώ έπεφτε στο μυαλό του έμεινε αποτυπωμένο το ερώτημα
'Τι πήγε στραβα;'
Στο μάτι του καρφώθηκε ένας ξύλινος πάσσαλος ενώ η σύγκρουση με τον πυροσβεστικό κρουνό τσάκισε τη σπονδυλική του στήλη στα δυο.
Ο όχλος πέρασε πάνω από το πτώμα του χωρίς να δώσει σημασία σε τίποτα από όσα είχαν συμβεί. Το τροπάρι συνέχιζε ακλόνητο.
'ΚΑΤΩ ΟΙ ΒΟΜΒΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΙΑ ΜΑΣ'
'ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΠΛΟΠΟΙΟΥΣ' και
'ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΤΟ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΑΝΑΘΕΜΑ'
Μια διαδήλωση που μετατράπηκε σε γιγαντιαία σαπουνόφουσκα και εξαφανίστηκε αφήνοντας στο πέρασμά της ένα μουντό, άχρωμο τοπίο.
Οι δυο φίλοι βρέθηκαν καθισμένοι στο σπίτι του Φίλου, ακριβώς εκεί που ήταν και πριν με τη μόνη διαφορά ότι το κουμπί ήταν τώρα ολόκληρο και στην τσέπη του Ψηλού.
'Γαμάτα Ψηλέ!'
'Ναι, ρε Φίλε!'
'Είσαι για μια ακόμη;'
'Δεν ξέρω. Δεν κάνουμε κάτι να φάμε καλύτερα;'
Ο δεκαοκτάχρονος Γιάννης άνοιξε τα μάτια του. Πήγε να μουτζώσει τον εαυτό του αλλά σταμάτησε όταν θυμήθηκε πως τον τελευταίο μήνα ήταν ανάπηρος. Μεθυσμένο πλουσιόπαιδο. Βασάνιζε το μυαλό του με περίεργες σκέψεις που κλωθογύριζαν ασταμάτητα. Στο όνειρό του έτρεχε. Ήταν εφιάλτης; Δε μπορεί.
Η πόρτα του δωματίου 524 στην ιδιωτική κλινική 'Λάζαρος' άνοιξε και φάνηκε ένα αδύνατο αγόρι.
'Που σαι Ψηλέ;' χαιρέτησε. 'Πως είσαι;'
'Καλά ρε φίλε, εσύ;' αποκρίθηκε ο Γιάννης.
'Έτοιμος για τη μεγάλη στιγμή;'
'Δεν ξέρω ρε Γιώργο. Λες να πετύχει;'
'Θα πετύχει σίγουρα. Σε ένα τρίμηνο θα περπατάς!'
*
Τέσσερις μήνες μετά ο Γιάννης και ο Γιώργος έπαιζαν μπάλα στο πάρκο απέναντι. Γύρισαν σπίτι καταιδρωμένοι και άνοιξαν τον υπολογιστή όσο ψήνονταν τα τοστάκια στην κουζίνα. Ακούστηκε η φωνή του Γιάννη.
'Μαλάκα...'
'Τι ρε;' είπε ο Γιώργος χαμένος στον κομπιούτερα.
'Κοίτα λίγο τι βρήκα στο μπουφάν μου...' είπε φοβισμένα ο Γιάννης.
Στα χέρια του κρατούσε ένα κουμπί, μέτριο σε ομορφιά και όχι ιδιαίτερα ακριβό ή πολύτιμο. Αμαρκάριστο από φίρμες εταιρειών. Στην πραγματικότητα δεν είχε καν κουμπότρυπες. Ο Γιάννης δοκίμασε να σπάσει το κουμπί στα δύο κάτι που εν τέλει έγινε με πρωτοφανή ευκολία.
Χαμογέλασαν
'Είσαι;'
'Είμαι!'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου