Ξέρω ότι ίσως έχω μια εκνευριστική τάση να προαναγγείλω τα κείμενά μου. Είναι ίσως το 'αντί προλόγου' αλλά και επίσης ότι δε θα ανεβάσω κάτι το οποίο δεν πληρεί κάποιες προϋποθέσεις. Βέβαια το επόμενο κείμενο είναι κομματάκι ζόρικο. το βρήκα κάπου πεταμένο στη μετακόμιση, ομολογώ ότι είμαι γαϊδούρι και ότι το έψαχνα καιρό και μετά από κάποιο διάστημα απελπίστηκα και το θεώρησα χαμένο. Είχα στεναχωρεθεί χωρίς να ξέρω το λόγο μέχρι που το ξαναδιάβασα.
Θα το αφήσω στην κρίση σας. Επισημαίνω ότι γράφτηκε όταν ήμουν 16 (μάλλον) και ότι έχει άπειρα λάθη τα οποία και θα διορθώσω. Αυτό που μου προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο συμβολισμός που έχει. Δε με είχα ικανό για κάτι τέτοιο. :P
Anyways, enjoy!
'Είσαι;'
'Είμαι;' αναρωτήθηκε. 'Μέσα,' αποκρίθηκε τελικά. Έβγαλε από την τσέπη του το κουμπί που κρατούσε κρυμμένο τους τελευταίους μήνες και το έδωσε στον Ψηλό. Ήταν ένα μέτριο σε ομορφιά κουμπί, όχι ιδιαίτερα ακριβό απ'όσο μπορούσε να θυμηθεί και αν κάποτε υπήρχαν έστω και ίχνη από κάποιον οίκο, κάποια βιοτεχνία κουμπιών, ακόμη και αυτά είχαν από καιρό εξαφανιστεί. Για κουμπότρυπες ούτε λόγος.
Τα μάτια του Ψηλού γυάλισαν και γύρισε στο Φίλο του.
'Έτοιμος;'
'Έτοιμος,' απάντησε καταφατικά ο Φίλος. Ο Ψηλός έσπασε το κουμπί στη μέση και έδωσε στο Φίλο του το ένα κομμάτι.
'Με το τρία...,' είπε ο Ψηλός και έκατσε αντίκρυ στον Φίλο του.
'Δικό μου τρία ή δικό σου;' ρώτησε με απορία.
'Δικό σου ήταν το κουμπι. Δικό σου και το τρία,' αποκρίθηκε ο Ψηλός με ένα πετάρισμα του αριστερού του βλέφαρου.
'Ένα....'
'Δύο...'
'Τρία...'
Και αμέσως έφαγαν, χωρίς να το μασήσουν, το μέρους του κουμπιού που ανήκε στον καθένα.
Τα πάντα γύρω τους κινούνταν σε πολύχρωμους πρωτότυπους ρυθμούς, το περιβάλλον ένας ορυμαγδός από ψεύτικα θολά καρέ, ο χωρόχρονος ένα κολάζ από ανόητες αναμνήσεις. Οι παλιές έσκαγαν με δύναμη στην άκρη, διαμελίζονταν σε σταχτί κομμάτια και πλημμύριζαν το μυαλό τους με νέες, φρέσκες, διαφορετικές. Εικόνες. Σκηνικά. Φώτα. Προδοσία. Λαίλαπα. Ανάμεσα στις νέες μνήμες μια πιο έντονη, όμοια και στους δυο λαμπύρισε στο βάθος.
Βίαιες κινήσεις, πόνος στους καμπτήρες και τα χέρια του Φίλου μπήγοντας σε μια ήδη ματωμένη σάρκα ένα κομμάτι από μπουκάλι μπύρας που βρήκε παράμερα. Ο Ψηλός κρατούσε τσίλιες.
'Άντε ρε μαλάκα, τελείωνε, οι μπάτσοι έχουν ειδοποιηθεί.'
Ο Φίλος σηκώθηκε ευχαριστημένος με το θέαμα και φώναξε τον Ψηλό.
'Έλα να δεις.' Το σοκάκι ήταν θεοσκότεινο και μύριζε σκουπίδια και χυμένα έντερα.
'Αυτός είσαι. Έχεις τρία λεπτά να πάρεις το μαλλί πριν μας την πέσουν,' αποκρίθηκε ο ψηλός. Ο άλλος άνοιξε μια τσάντα που κουβαλούσε πάντα μαζί του και άρχισε να ξυρίζει το σκοτωμένο πρόβατο. Έχωσε τα μαλλιά του πρόβατου στην τσάντα του και έκανε ένα βιαστικό σήμα στον Ψηλό.
Εκείνη τη στιγμή όλα σταμάτησαν. Μια δίνη παρέσυρε τα σώματα τους σε ένα βίαιο παραλήρημα ισορροπίες. Απότομες κινήσεις τράνταζαν τη βάση της σπονδυλικής στήλης. Το σκηνικό μια απερίγραπτη μουτζούρα που άλλαζε χαρακτήρα με αστραπιαία ταχύτητα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά κατάλαβαν. Έτρεχαν. Απίστευτα έντονα, αγχωμένα, σταγόνες ιδρώτα να χάνουν την επαφή με τη σάρκα και να κουτουλάνε ατσούμπαλα στο έδαφος. Το ερώτημα έστεκε αναπάντητο.
'Ρε μαλάκα γιατί τρέχουμε;'
'Δεν ξέρω Ψηλέ! Δεν έχω αυτή τη μνήμη.'
'Έχεις μήπως το μαλλί;'
'Ναι. Νομίζω. Έχω την τσάντα.'
Άρχισε να ψάχνει βιαστικά και άγαρμπα στις τσέπες της τετράγωνης τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο του. Έβαλε το χέρι του μέσα στη μεγαλύτερη θήκη και έβγαλε έξω τα έντερα του προβάτου,
'Τι δεν πήγε καλά; Τι επιπτώσεις θα έχεις' ρώτησε ο Ψηλός με μια έκφραση αγχωμένης απορίας στο πρόσωπό του.
'Ανάθεμα κι αν ξέρω. Πρώτη φορά το δοκιμάζω,' αποκρίθηκε ο Φίλος.
Όλα συνέχισαν να κυλάνε στραβά. Η έκκριση αδρεναλίνης στο αίμα τους έκανε τις φλέβες στο μέτωπο να σφυρίζουν επικίνδυνα. Έτρεχαν ξανά.
Έτρεχαν ασταμάτητα. Τρέχουν.
'Ρε μαλάκα γιατί τρέχουμε;'
Και τότε κατάλαβαν. Οι μπάτσοι. Κανείς δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει πίσω. Ένα ολόκληρο αστυνομικό σώμα έτρεχε πίσω τους. Και μαζί μ αυτό, έτρεχε και ολόκληρη η πόλη.
(παρτ 2 μετά γιατί είναι κουραστικό να έχω ένα τεράστιο ποστ. Αποθαρρύνει τους 3 αναγνώστες μου)
Θα το αφήσω στην κρίση σας. Επισημαίνω ότι γράφτηκε όταν ήμουν 16 (μάλλον) και ότι έχει άπειρα λάθη τα οποία και θα διορθώσω. Αυτό που μου προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο συμβολισμός που έχει. Δε με είχα ικανό για κάτι τέτοιο. :P
Anyways, enjoy!
'Είσαι;'
'Είμαι;' αναρωτήθηκε. 'Μέσα,' αποκρίθηκε τελικά. Έβγαλε από την τσέπη του το κουμπί που κρατούσε κρυμμένο τους τελευταίους μήνες και το έδωσε στον Ψηλό. Ήταν ένα μέτριο σε ομορφιά κουμπί, όχι ιδιαίτερα ακριβό απ'όσο μπορούσε να θυμηθεί και αν κάποτε υπήρχαν έστω και ίχνη από κάποιον οίκο, κάποια βιοτεχνία κουμπιών, ακόμη και αυτά είχαν από καιρό εξαφανιστεί. Για κουμπότρυπες ούτε λόγος.
Τα μάτια του Ψηλού γυάλισαν και γύρισε στο Φίλο του.
'Έτοιμος;'
'Έτοιμος,' απάντησε καταφατικά ο Φίλος. Ο Ψηλός έσπασε το κουμπί στη μέση και έδωσε στο Φίλο του το ένα κομμάτι.
'Με το τρία...,' είπε ο Ψηλός και έκατσε αντίκρυ στον Φίλο του.
'Δικό μου τρία ή δικό σου;' ρώτησε με απορία.
'Δικό σου ήταν το κουμπι. Δικό σου και το τρία,' αποκρίθηκε ο Ψηλός με ένα πετάρισμα του αριστερού του βλέφαρου.
'Ένα....'
'Δύο...'
'Τρία...'
Και αμέσως έφαγαν, χωρίς να το μασήσουν, το μέρους του κουμπιού που ανήκε στον καθένα.
Τα πάντα γύρω τους κινούνταν σε πολύχρωμους πρωτότυπους ρυθμούς, το περιβάλλον ένας ορυμαγδός από ψεύτικα θολά καρέ, ο χωρόχρονος ένα κολάζ από ανόητες αναμνήσεις. Οι παλιές έσκαγαν με δύναμη στην άκρη, διαμελίζονταν σε σταχτί κομμάτια και πλημμύριζαν το μυαλό τους με νέες, φρέσκες, διαφορετικές. Εικόνες. Σκηνικά. Φώτα. Προδοσία. Λαίλαπα. Ανάμεσα στις νέες μνήμες μια πιο έντονη, όμοια και στους δυο λαμπύρισε στο βάθος.
Βίαιες κινήσεις, πόνος στους καμπτήρες και τα χέρια του Φίλου μπήγοντας σε μια ήδη ματωμένη σάρκα ένα κομμάτι από μπουκάλι μπύρας που βρήκε παράμερα. Ο Ψηλός κρατούσε τσίλιες.
'Άντε ρε μαλάκα, τελείωνε, οι μπάτσοι έχουν ειδοποιηθεί.'
Ο Φίλος σηκώθηκε ευχαριστημένος με το θέαμα και φώναξε τον Ψηλό.
'Έλα να δεις.' Το σοκάκι ήταν θεοσκότεινο και μύριζε σκουπίδια και χυμένα έντερα.
'Αυτός είσαι. Έχεις τρία λεπτά να πάρεις το μαλλί πριν μας την πέσουν,' αποκρίθηκε ο ψηλός. Ο άλλος άνοιξε μια τσάντα που κουβαλούσε πάντα μαζί του και άρχισε να ξυρίζει το σκοτωμένο πρόβατο. Έχωσε τα μαλλιά του πρόβατου στην τσάντα του και έκανε ένα βιαστικό σήμα στον Ψηλό.
Εκείνη τη στιγμή όλα σταμάτησαν. Μια δίνη παρέσυρε τα σώματα τους σε ένα βίαιο παραλήρημα ισορροπίες. Απότομες κινήσεις τράνταζαν τη βάση της σπονδυλικής στήλης. Το σκηνικό μια απερίγραπτη μουτζούρα που άλλαζε χαρακτήρα με αστραπιαία ταχύτητα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά κατάλαβαν. Έτρεχαν. Απίστευτα έντονα, αγχωμένα, σταγόνες ιδρώτα να χάνουν την επαφή με τη σάρκα και να κουτουλάνε ατσούμπαλα στο έδαφος. Το ερώτημα έστεκε αναπάντητο.
'Ρε μαλάκα γιατί τρέχουμε;'
'Δεν ξέρω Ψηλέ! Δεν έχω αυτή τη μνήμη.'
'Έχεις μήπως το μαλλί;'
'Ναι. Νομίζω. Έχω την τσάντα.'
Άρχισε να ψάχνει βιαστικά και άγαρμπα στις τσέπες της τετράγωνης τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο του. Έβαλε το χέρι του μέσα στη μεγαλύτερη θήκη και έβγαλε έξω τα έντερα του προβάτου,
'Τι δεν πήγε καλά; Τι επιπτώσεις θα έχεις' ρώτησε ο Ψηλός με μια έκφραση αγχωμένης απορίας στο πρόσωπό του.
'Ανάθεμα κι αν ξέρω. Πρώτη φορά το δοκιμάζω,' αποκρίθηκε ο Φίλος.
Όλα συνέχισαν να κυλάνε στραβά. Η έκκριση αδρεναλίνης στο αίμα τους έκανε τις φλέβες στο μέτωπο να σφυρίζουν επικίνδυνα. Έτρεχαν ξανά.
Έτρεχαν ασταμάτητα. Τρέχουν.
'Ρε μαλάκα γιατί τρέχουμε;'
Και τότε κατάλαβαν. Οι μπάτσοι. Κανείς δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει πίσω. Ένα ολόκληρο αστυνομικό σώμα έτρεχε πίσω τους. Και μαζί μ αυτό, έτρεχε και ολόκληρη η πόλη.
(παρτ 2 μετά γιατί είναι κουραστικό να έχω ένα τεράστιο ποστ. Αποθαρρύνει τους 3 αναγνώστες μου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου