Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Φάνταζυ. Ο,μι,φι,τζι!

Το λοιπόν, ξέθαψα (καταλάθος εννοείται) ένα κείμενο που είχα γράψει, όχι πριν πολύ καιρό και θυμήθηκα ότι έπρεπε να το είχα ανεβάσει. Απλά κλασικά έιχε μείνει μισοτελειωμένο.Το σουλούπωσα λίγο. Ο σκοπός μου ήταν ένα φάνταζυ κείμενο προσαρμοσμένο σε μια παλιά δήθεν ελληνική πραγματικότητα (που φυσικά πηγάζει από το σάπιο μου μυαλό). Αφιερωμένο στον Στέργιο και στους καμένους που θα γελάσουν. Οπότες, χηαρ γιου γκο, με ένα αμφίβολο τελείωμα, χωρίς ντροπές και κανένα απολύτως νόημα:

Για του λόγου το αληθές, εψές ήταν που σας λέω. Ήταν αυτή εκεί, κι εγώ πήγα να τηνε βρω. Εγώ στο σταυρό που σας κάνω δεν ήξερα για το κουσούρι. Από δω το ‘φερε, από κει το πήγε, ε βάλε κι εμένα που σχολειό δεν γνώρισα, δύσκολο ήντο; Μου είχε η πει η σουρτούκω η ανεψιά μου, μην το τραβάς άλλο το μαρτύριο, σύρε στην Τερψιχώρη.

Εγώ αλήθεια δεν ήθελα να πάω. Να μου βγεί τίποτα μεροκαματιάρα ερασιτέχνης; Κι έτσι της πρόσταξα της σουρτούκως της Μάρω,
“Φέρε μου αποδείξεις. Πείσε με ότι η Τερφιψώρα είναι μάγισσα και θα τηνε ασημώσω τα πρέποντα”
“Αύριο το μεσημέρι θέλω να έλθεις από κει. Θα τηνε μιλήσω εγώ.”
Κι έτσι κι έγινε. Κι έσυρα το μεσημεράκι που με είπε η Μάρω και παένου σπίτι της μάγισσας να την έβρω. Και πως τα φέρνει η ρουφιάνα η τύχη, έχει φκιάσει πίτα η πεθερά μου και με σταματάει στο δρόμο.

“Ζησάκη μου, εδώ έφκιασα χορτόπιτα με ζοχούς και έβαλα και λίγο πράσο. Να φας γαβρί μου να χορτάσεις στο χωράφι.”

“Δεν παένου στο χωράφι Δέσπω”, την αποκρίθηκα εγώ αλλά δεν την ένοιαξε. Στο μεταξύ η Μάρω περίμενε στης Τεφιψώρας. Έτσι το ‘λεγα εγώ το όνομα, δεν ήξερα τότε. Και με έπιασε την κουβέντα η πεθερά επειδής δεν τρώω όπως κάποτε.

“Δουλέυω Δέσπω, ψοφάω, που όρεξη για φαϊ;” την είπα αλλά άμα ξες έστω και λίγο από πεθερές καταλαβαίνεις. Με κοιτάει με ένα βλέμμα από κείνα που τα σκιάζεσαι κομματάκι και με πήρε εμένα η τρομάρα και ήθελα να της ξεστομίσω το μυστικό. Αλλά με πρόλαβε, άμα ξες έστω και λίγο από πεθερές καταλαβαίνεις.

“Να τρως για να αποδίδεις τα μέγιστα Ζησάκη”
Έτσι μου πρόσταξε και μετά φεύγοντας μου κοπανάει και τη σοφία,  “Κάτι ξέρουμε εμείς οι αρχαίοι”

Και μ αυτό μ'έκλεισε το μάτι και με παράτησε. Το χωράφι πάντως καλά τα πάει. Εγώ αποδίδω. Τι λέει η Δέσπω δεν ξέρω. Και κίνησα για τη Μάρω που περίμενε με τη μάγισσα έξω από το εκκλησάκι της Οσίας Ξένης, πέρα από την είσοδο του χωριού. Εκεί είχε φκιάσει το τσαντήρι της.

Εγώ που λέτε δεν ήξερα. Συνάντησα εκεί κοντά τη φρουρά. Στο δρόμο μου ήτανε.

“Ζήση, χίλια χρόνια θα ζήσεις” μου σφυράει ο Μιχαλάκης και τράβηξα κατά κει. Είχαν βγάλει τις πανοπλίες και της έφτυναν για να γυαλίσουν. Εγώ είχα χρόνια που σταμάτησα να γυρνοβολάω. Μετά από το τελευταίο που πέρασα με τον βασιλιά, εκείνο που θελε να με δώκει για κόρη εκείνη τη φακλάνα, δεν την ξαναπατάω. Έτσι έλεγα τότε μωρέ και το πίστευα. Ας μην τα πολυλογώ.

“Ωρέ, πολεμιστές κι ιππότες θωρούν τα μάτια μου;” τους πέταξα.
“Ζήση, την κουβέντα σου έχουμε.”
“Γιατί ωρέ, θέτε τον παλιό να σας μάθει την τέχνη στο σπαθί;” τους είπα και γελάσαμε.
Ωραίο το παρεάκι, γουστόζικο. Ο Λιάκος καθόταν παραπέρα και διάβαζε, κάτω από ένα πλατάνι.
“Τήρα τον,” είπα στο Μιχαλάκη. “Αυτός τα μελετάει τα ξόρκια, δεν είναι σαν τον δικό μου, τον περίεργο. Λες και τα κουβαλάει στην πλάτη το ντουγάνι.”
“Α, ρε Ζήση. Σπάθα σαν και τη δική σου δεν έχει είναι αλήθεια. Βλογάνε το παλιό σου μέταλλο όλοι”, μου είπε και όλοι κούνησαν τις κεφάλες τους.
“Αλλά μάγο σαν το Λιάκο δεν εβρήκα σε όλα τα βασίλεια, η αλήθεια να λέγεται.”
Και τότε όλοι συμφωνήσαμε και σερβίρανε ένα κέρας με κρασί για την υγειά. Κι έδωσα κι εγώ τη χορτόπιτα στα παιδιά. Μου είπανε μετά είχανε κάτι τελώνια να διώξουν από τα χωράφια. “Να εύχεστε να μην ξεφυτρώσουν τρολς” και ξανατσουγγρίσαμε.
“Και δε μας λες ωρέ Ζησάκη, τι τράβαγε η γυναίκα σου κατά τη μάγισσα;”
“Η γυναίκα μου;” τονε ρώτηξα.
“Ναι, ωρέ. Κατέβηκαν από πάνω με δυο στάμνες μαζί με την Μάρω και έκοψαν πέρα κατά της μάγισσας.”
Ο Λιάκος σηκώθηκε από το δέντρο και ήρθε να με βρει. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτε. Χαζός ντιπ και ανυποψίαστος.

“Το χωριό έχει και αυτιά και μάτια και λόγος δεν του πέφτει. Αλλά ο λόγος για να κυλήσει και να δώσει ιστορίες δε θέλει λόγο ιδιαίτερο.

Τα ξες αυτά Ζήση μου από πρώτο χέρι. Όλοι οι θρύλοι έχουν να λένε για την αρχοντιά σου και την τέχνη σου στ'ακονισμένο μέταλλο.”

“Λιάκο, κόφτο κανάκεμα και ρίξτο μου στα ίσα”, του αποκρίθηκα. Μου 'χε σηκωθέι η τρίχα με τις αηδίες τους.

Εκείνος κόμπιασε κομματάκι. Έριξε ένα βλέμμα πίσω στον Μιχαλάκη και μα τους θεούς, τα ήπατα μου κόπηκαν.

“Κακά μαντάτα έχετε ωρέ. Αντέχω να τ'ακούσω. Όσο καθυστερείτε όμως, τόσο θέλω να σας σβουρλίσω τα κεφάλια καταεί.”

Σαν την άκουσαν την απειλή, πήραν βαθιά ανάσα και μίλησαν.

“Η γυναίκα σου σαν πολλά έχει να λέει με τη μάγισσα,” είπε ο ένας. Ο άλλος έφτυσε στο πάτωμα σαν άκουσε τη λέξη. Ο Λιάκος έβαλε το χέρι του στον ώμο μου.

“Ζήση, εδώ ξέρεις οι μάγοι γνωριζόμαστε. Κι αυτή εκεί είναι τσαρλατάνος. Έτσι λέει το χωριό. Αλλά για τσαρλατάνος πολύ κίνηση έχει. Και πολλά παιδιά φαίνεται να σπέρνουν οι άντρες τελευταία. Δεν ξέρω τι σερνικοβότανο πουλάει αλλά αν η δικιά σου ψωνίζει από κείνη, πολύ φοβούμαι μη σε τυλίξει.”

Ήξερα γιατί μιλούσαν έτσι. Από τη μια ήθελα να τους σπάσω τις κεφάλες που χώνονται στα της οικογενείας. Απ'την άλλη όμως, με πρόσεχαν. Ήξεραν για την κατάρα. Μέσα μου ένοιωσα εκείνον τον θυμό που πάλευα να αφήσω πίσω χρόνια τώρα. Τα χρόνια που περνάνε και αφήνουν πίσω πτώματα σα σακιά από αλεύρι. Τόσο εύκολα μου βγήκαν οι λέξεις από το βρωμόστομά μου, που σκιάχτηκα.

“Θα τηνε σφάξω μωρέ. Να τελειώνουμε.”

“Τη γυναίκα σου ρε Ζήση;”

“Όχι, ωρε ντουγάνι. Τη μάγισσα. Να πάρει πόδι δύσκολο.”

“Δεν την ξέρω τι λογιά είναι. Αν παίρνει από λόγια θα φύγει.”

“Άμα δεν παίρνει θα τηνε σφάξω να τελειώνουμε. Δώστε μου μια σπάθα τώρα να κινήσω κατά κει. Κι άμα πετύχω τη γυναίκα μου στο δρόμο, ας φυλάξουν οι θεοί να βγω σωος.”

Κι έτσι είπα. Γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Αλλά θεριό σαν την αγάπη μου δεν έχει. Κι άμα την πιάσει το κρεβατομούρμουρο, καλύτερα νεκρός, παρά στον ίδιο χώρο με δαύτηνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: