Πάμε λίγο δυνατά με γερή δήλωση:
Αν η ημέρα δεν ξεκινάει με ένα δίλημμα δεν είναι καλή μέρα.
Να τσιγαρίσω τις μπάμιες προτού για να μη μου γίνουν ωσάν γυμνοσάλιαγκες μετά από βομβαρδισμό άπαξ και σκουντήξω το χερούλι της κατσαρόλας στο δρόμο για τον νεροχύτη (γιατί είμαι και ο πιο άμπαλος) ή θα γίνουν βαριές και θα αρχίσει η γκρίνια;
Το χτεσινοβραδινό δίλημμα αφορούσε το κρεμμύδι. Να βάλω; Να μη βάλω; Κι αν βάλω, πόσα να βάλω; Είμαστε και μαλακισμένα τα Ελληνόπουλα με το κρεμμύδι. Άμα δεν έχει εξήμισι τόνους προωθητικό αερίων το φαγητό μας, το βαφτίζουμε άνοστο και δώσ'του παντόφλα στο ελαιόλαδο με την τομάτα θερμοκηπίου και το κρομμύδι να ρέει άφθονο. Η αλήθεια βρίσκεται στους sexpistols και η παρηγοριά στη χωριάτικη.
Ο άλλος, ο συνταγούλης μου γράφει τρία μεγάλα κρεμμύδια. Να τα φας εσύ μαλάκα, τρία κρεμμύδια σαν καρύδες, τσιγαρισμένα στο λάδι σε 400 γραμμάρια μπάμιες. Εγώ συσκευασία κιλού έχω. Τι θες, να τραγουδάω μαζί με τον Κότσιρα "Θα βάλω εφτά κρεμμύδια" ενώσω θα αιωρούμαι σε στάση γιν-εν-γιανκ; Γιατί άμα βάλω εφτά μεγάλα κρεμμύδια για να φκιάσω ένα κιλό μπάμιες μετά θα με ψάχνετε. Aναλαμβάνω εγώ το επόμενο ταξίδι στον Άρη.
Και ήθελα να 'ξερα, εσείς δεν πέρδεστε ρε πρωτοκρεμμυδοπαλήκαρα; Ή δε σας νοιάζει; Μήπως η δική σας βγάζει πιο ωραίο ήχο από αυτές που ξέρω; Μήπως στο σπίτι συντονίζεστε σε μια σι ύφεση μείζονα και χρονομετράτε την πορδή ώστε να ακούγεται αρμονικά ο ήχος; Και στην τελική ποια έιναι η φάση σας. Κάνουν καλό στην καρδιά τα σκορδοκρέμμυδα. Ναι, αλλά καταστρέφουν κάθε ίχνος ζωής σε ακτίνα τριών μέτρων γύρω σου κάθε φορά που εκπνέεις και οποιαδήποτε υπόνοια κοινωνικής ζωής.
Μαλάκα τι λέω. Κλάιν, έχουμε facebook. Σόρρυ μάγκες, γράψτε λάθος.
Το λοιπόν, έρχεται η και η δεύτερη δήλωσις.
Στο δίλημμα όποια επιλογή και να ακολουθήσεις -να 'ναι καλά ο Μέρφυ- θα' ναι αρκετά έως μπόλικα τοις εκατό η λάθος. Η χειρότερη δυνατή. Όσες αναλύσεις και να κάνεις...βασικά...και χρονομηχανή να έχεις, να γυρίσεις πίσω να πάρεις και τον άλλον δρόμο, θα καταλήξεις γρήγορα στο συμπέρασμα: Και οι δύο επιλογές είναι λάθος. Κι αν πας να το παίξεις Κθούλου, Δίας, Αλλάχ και τα συναφή και πας να βρεις τρόπο να παρακάμψεις το δίλημμα, τελείωσε. Μαύρη γάτα που σ'έφαγε. Κι αυτό γιατί θα συνωμοτήσει ο Σίμπας και θα στα γυρίσει τούμπα (και κάτω και άνω) για να εξυπηρετηθεί ο γέλωτας του Big Brother.
Εγώ ας πούμε επέλεξα να την τσιγαρίσω την καριόλα τη μπάμια κι αυτή μετά πήγε και φούντωσε, μαύρισε, κακάλιασε, μας γέμισε καπνούς και κατέστρεψε μισή κατσαρόλα φαΐ. Δε μου φούντωσε όμως στο τσιγάρισμα, όχι. Εκεί η άτιμη μου έδειξε ότι όλα βαίνουν καλώς. Ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ανησυχώ. Αλλά μόλις έκανα λίγο πιο πέρα για τέσσερα-πέντε δευτερόλεπτα, λίγο έτσι να ξύσω το πίσω μέρος του κεφαλιού μου αντάμα με ένα χασμουρητό, δωσ'του αυτή μια μεταμόρφωση σε στραβή γκόμενα.
"Δε μου δίνεις σημασία μπασταρδάκι, τώρα θα δεις εσύ."
Και φλουτς, φραστ, προυφ, -insert random ηχητικό εφέ-, ατμούς, πυροτεχνήματα, άγχος, το τσίρκο έρχεται πάλι στην πόλη κι όλα αυτά για να σου δηλώσει περιχαρής:
"ΚΑΗΚΑ."
Ή μάλλον πιο σωστά, όταν είσαι το άτομο στο οποίο βασίζεται μια οικογένεια για να φάει το μεσημέρι:
"Την πούτσισες μεγάλε."
Κι άμα γύρναγα πίσω το χρόνο και δεν την τσιγάριζα; Θα άλλαζαν όλα αυτά; Γιατί ρε μπάμια; Γιατί; Δε σε φρόντισα; Δε σε πρόσεξα εγώ, να μη διαλυθείς, να μη γεμίσεις μυξούλες και τρέχουμε; Δε σε σεβάστηκα, δε σου 'δωσα πνοή, να σε μεταμορφώσω σε ένα φαγητό της προκοπής από αυτή την αηδία που είσαι όταν φυτρώνεις;
Αλλά θα μου πεις, όταν κάτι τίγκα στη μύξα με γεύση σάπιο δέντρο που θέλει τέσσερα κιλά κοτόπουλο ή έξι τόνους λεμόνι για να το φας, καταφέρνει κι έχει κατανάλωση, έχει επιμονή, υπομονή και σχέδιο.
Το λοιπόν, μια εβδομάδα αφότου γράφτηκε τούτο το κομψοτέχνημα, αλλά δε δημοσιεύθηκε (σοφά εποίησεν το grand plan του σύμπαντος) γύρισα σπίτι για να δω μια ωραιότατη γάστρα με μπάμιες και κοτόπουλο.
Κι όχι μόνο τις έφαγα, αλλά τους χαμογέλασα και σαν μαλάκας λίγο πριν μου τις σερβίρω.
Αν η ημέρα δεν ξεκινάει με ένα δίλημμα δεν είναι καλή μέρα.
Να τσιγαρίσω τις μπάμιες προτού για να μη μου γίνουν ωσάν γυμνοσάλιαγκες μετά από βομβαρδισμό άπαξ και σκουντήξω το χερούλι της κατσαρόλας στο δρόμο για τον νεροχύτη (γιατί είμαι και ο πιο άμπαλος) ή θα γίνουν βαριές και θα αρχίσει η γκρίνια;
Το χτεσινοβραδινό δίλημμα αφορούσε το κρεμμύδι. Να βάλω; Να μη βάλω; Κι αν βάλω, πόσα να βάλω; Είμαστε και μαλακισμένα τα Ελληνόπουλα με το κρεμμύδι. Άμα δεν έχει εξήμισι τόνους προωθητικό αερίων το φαγητό μας, το βαφτίζουμε άνοστο και δώσ'του παντόφλα στο ελαιόλαδο με την τομάτα θερμοκηπίου και το κρομμύδι να ρέει άφθονο. Η αλήθεια βρίσκεται στους sexpistols και η παρηγοριά στη χωριάτικη.
Ο άλλος, ο συνταγούλης μου γράφει τρία μεγάλα κρεμμύδια. Να τα φας εσύ μαλάκα, τρία κρεμμύδια σαν καρύδες, τσιγαρισμένα στο λάδι σε 400 γραμμάρια μπάμιες. Εγώ συσκευασία κιλού έχω. Τι θες, να τραγουδάω μαζί με τον Κότσιρα "Θα βάλω εφτά κρεμμύδια" ενώσω θα αιωρούμαι σε στάση γιν-εν-γιανκ; Γιατί άμα βάλω εφτά μεγάλα κρεμμύδια για να φκιάσω ένα κιλό μπάμιες μετά θα με ψάχνετε. Aναλαμβάνω εγώ το επόμενο ταξίδι στον Άρη.
Και ήθελα να 'ξερα, εσείς δεν πέρδεστε ρε πρωτοκρεμμυδοπαλήκαρα; Ή δε σας νοιάζει; Μήπως η δική σας βγάζει πιο ωραίο ήχο από αυτές που ξέρω; Μήπως στο σπίτι συντονίζεστε σε μια σι ύφεση μείζονα και χρονομετράτε την πορδή ώστε να ακούγεται αρμονικά ο ήχος; Και στην τελική ποια έιναι η φάση σας. Κάνουν καλό στην καρδιά τα σκορδοκρέμμυδα. Ναι, αλλά καταστρέφουν κάθε ίχνος ζωής σε ακτίνα τριών μέτρων γύρω σου κάθε φορά που εκπνέεις και οποιαδήποτε υπόνοια κοινωνικής ζωής.
Μαλάκα τι λέω. Κλάιν, έχουμε facebook. Σόρρυ μάγκες, γράψτε λάθος.
Το λοιπόν, έρχεται η και η δεύτερη δήλωσις.
Στο δίλημμα όποια επιλογή και να ακολουθήσεις -να 'ναι καλά ο Μέρφυ- θα' ναι αρκετά έως μπόλικα τοις εκατό η λάθος. Η χειρότερη δυνατή. Όσες αναλύσεις και να κάνεις...βασικά...και χρονομηχανή να έχεις, να γυρίσεις πίσω να πάρεις και τον άλλον δρόμο, θα καταλήξεις γρήγορα στο συμπέρασμα: Και οι δύο επιλογές είναι λάθος. Κι αν πας να το παίξεις Κθούλου, Δίας, Αλλάχ και τα συναφή και πας να βρεις τρόπο να παρακάμψεις το δίλημμα, τελείωσε. Μαύρη γάτα που σ'έφαγε. Κι αυτό γιατί θα συνωμοτήσει ο Σίμπας και θα στα γυρίσει τούμπα (και κάτω και άνω) για να εξυπηρετηθεί ο γέλωτας του Big Brother.
Εγώ ας πούμε επέλεξα να την τσιγαρίσω την καριόλα τη μπάμια κι αυτή μετά πήγε και φούντωσε, μαύρισε, κακάλιασε, μας γέμισε καπνούς και κατέστρεψε μισή κατσαρόλα φαΐ. Δε μου φούντωσε όμως στο τσιγάρισμα, όχι. Εκεί η άτιμη μου έδειξε ότι όλα βαίνουν καλώς. Ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ανησυχώ. Αλλά μόλις έκανα λίγο πιο πέρα για τέσσερα-πέντε δευτερόλεπτα, λίγο έτσι να ξύσω το πίσω μέρος του κεφαλιού μου αντάμα με ένα χασμουρητό, δωσ'του αυτή μια μεταμόρφωση σε στραβή γκόμενα.
"Δε μου δίνεις σημασία μπασταρδάκι, τώρα θα δεις εσύ."
Και φλουτς, φραστ, προυφ, -insert random ηχητικό εφέ-, ατμούς, πυροτεχνήματα, άγχος, το τσίρκο έρχεται πάλι στην πόλη κι όλα αυτά για να σου δηλώσει περιχαρής:
"ΚΑΗΚΑ."
Ή μάλλον πιο σωστά, όταν είσαι το άτομο στο οποίο βασίζεται μια οικογένεια για να φάει το μεσημέρι:
"Την πούτσισες μεγάλε."
Κι άμα γύρναγα πίσω το χρόνο και δεν την τσιγάριζα; Θα άλλαζαν όλα αυτά; Γιατί ρε μπάμια; Γιατί; Δε σε φρόντισα; Δε σε πρόσεξα εγώ, να μη διαλυθείς, να μη γεμίσεις μυξούλες και τρέχουμε; Δε σε σεβάστηκα, δε σου 'δωσα πνοή, να σε μεταμορφώσω σε ένα φαγητό της προκοπής από αυτή την αηδία που είσαι όταν φυτρώνεις;
Αλλά θα μου πεις, όταν κάτι τίγκα στη μύξα με γεύση σάπιο δέντρο που θέλει τέσσερα κιλά κοτόπουλο ή έξι τόνους λεμόνι για να το φας, καταφέρνει κι έχει κατανάλωση, έχει επιμονή, υπομονή και σχέδιο.
Το λοιπόν, μια εβδομάδα αφότου γράφτηκε τούτο το κομψοτέχνημα, αλλά δε δημοσιεύθηκε (σοφά εποίησεν το grand plan του σύμπαντος) γύρισα σπίτι για να δω μια ωραιότατη γάστρα με μπάμιες και κοτόπουλο.
Κι όχι μόνο τις έφαγα, αλλά τους χαμογέλασα και σαν μαλάκας λίγο πριν μου τις σερβίρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου