Μακράν η πιο ηλίθια ερώτηση που μπορούν να σου κάνουν: "Μπορώ να δω λίγο το κινητό σου;"
Κι επειδή συνήθως δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα λέω, "Ναι, ελεύθερα." Μέγα λάθος. Σήμερα ξύπνησα με το soundtrack των Star Wars στη φάση που σκάει ο Vader στο Death Star και τον υποδέχονται όλοι σα στρατιωτάκια ακουνητα-αμίλητα-αγέλαστα. Ένα απλό "ντριν" ήθελα. Το πιο πολύπλοκο πράγμα που θα 'θελα να με ξυπνήσει είναι το διπλό ή και τριπλό ντριν. Από κει και πέρα, οποιαδήποτε προσπάθεια αφύπνισης καταντάει λουκουμάκι για τα ήδη ζορισμενα νεύρα μου. Χώρια που η λογική πίσω από αυτό το πείραγμα των ρυθμίσεων ενός προσωπικού αντικειμένου μου διαφέυγει αλλά ας μην το κάνουμε θέμα. Το χειρότερο είναι ότι αφού κάνουν τη μαλακία, στο πετάνε σε ανύποπτο χρόνο, όταν έχεις το νου σου στις προχτεσινές μάχες ας πούμε, σαν να μην υπάρχει μια πιο διαυγής στιγμή για να σου ξεκαθαρίσουν ότι σου γάμησαν το κινητό.
"Κάτι έκανα με τους ήχους σου, δες το λίγο μετά, κάτι πάτησα..."
Και επειδή εκείνη την ώρα είσαι στην περιγραφή του τρίτου random encounter στο χτεσινό D&D session από το οποίο εννοείται πως έλειπες, απλά λες "οκ" και το αφήνεις.
Ξύπνησα, μετά δυσκολίας και ταχυκαρδίας με τη γνωστή γεύση παπούτσι-παντόφλα από τα τσιγάρα. Πόσο μπορεί να κάπνισα εχτές; Άπλωσα νοητά το χέρι μου να ανάψω καινούριο. Οχτώ ώρες χωρίς τσιγάρο; Όπως λέει και ένας φίλος, στο μισάωρο πάνω "έτσι όπως πάμε θα το κόψουμε μαλάκα". Έπιασα ένα πακέτο Καρέλια. Μετά συνειδητοποίησα ότι το σήκωσα από το πάτωμα. Τι στο καλό;
Εγώ μόνο Gauloises κόκκινο. Και έχω κρεβάτι. Δεν κοιμάμαι πάνω σε ένα στρώμα στη μέση του δωματίου. Που είμαι; Καρέλια; Τι γίνεται; Το άναψα το ρημάδι να πάει στο καλό αλλά μετά θυμήθηκα το εξής παράδοξο. Δεν καπνίζω. Ποτέ δεν κάπνισα. Και σίγουρα όχι gauloises. Έψαξα νοερά για το τασάκι, μια χειρονομία που έχω κάνει γύρω στις τέσσερις φορές στη ζωή μου και το έσβησα αηδιασμένος.
Ψάχτηκα λίγο. Φορούσα κάτι τραγικές ριγέ πυτζάμες που δένουν με λάστιχο στο μπατζάκι. Μ'έπιασε κατούρημα. Σηκώθηκα. Δεν είχα πιει την προηγούμενη. Καλό αυτό. Πολύ απαίσια γεύση όμως. Πήγα μηχανικά από το δωμάτιο στο χωλ και έστριψα δεξιά. Προσπέρασα την κουζίνα λέγοντας ένα "μρμργειαμφνγμερα" χωρίς να είμαι σίγουρος για το αν υπήρξε αρσενική, θηλυκή ή και καθόλου απάντηση και μάζεψα τα μαλλιά μου πάνω.
Δεν έχω μακριά μαλλιά.
Τι σκατά;
Καθομαι στην τουαλέτα και αδειάζω. Α, αυτό το πρωινό κατούρημα. Αυτή η απελευθέρωση του προστάτη είναι όλα τα λεφτά. Άραγε οι γυναίκες νιώθουν αυτή την ελευθερία; Χάζευα τη ροζ πυτζάμα με τα αρκουδάκια όταν συνειδητοποίησα ότι κάτι ακουμπούσε ενοχλητικά στην κοιλιά μου και τσίτωνε τη μπλούζα. Α, τίποτα τα βυζιά μου.
ΤΑ ΠΟΙΑ;
Πετάχτηκα όρθιος κάνοντας τον τόπο χάλια και κοιταχτηκα στον καθρέφτη με ένα τεράστιο άγχος. Τα μούσια μου ήταν εκεί, τουλάχιστον για τα λίγα δευτερόλεπτα που κοιτούσα. Το πρόσωπό μου ήτα μια μίξη από άλλα πρόσωπα, διαφορετικά αλλά όλα πάνω κάτω ίδια μεταξύ τους. Θέλω να πω, πρόσωπο είνα, κάποια στάνταρτς όπως μύτη με δυο ρουθούνια και υγρά μάτια τα καλύπτει. Και όσο έβλεπα το μυαλό μου να περιστρέφει εικόνες από μπερμπάντικα προσωπεία που άλλαζαν με ασύλληπτη ταχύτητα τόσο αναρωτιόμουν για τη ματαιοδοξία του ανθρώπινου νου να χαζεύει στον καθρέφτη μια πολυκαιρισμένη μούτα.
Μετά η τουαλέτα ήταν ο σταθμός των τρένων κι εγώ κρατούσα μια βαλίτσα που είχε μέσα κάτι μαλλιαρό απ' όσο θυμόμουν, αλλά στην πραγματικότητα ίσως να μην το θυμόμουν αλλά απλά να ήταν κάτι που ήξερα από ένστικτο κι ύστερα βρέθηκα για άλλη μια φορά στην γνώριμη αλλά αγνωστη τουαλέτα με μια συγκεκριμένη σωματική δομή η οποία για το καλό της ψυχραιμίας μου είχε μόνο ένα σετάκι από αναπαραγωγικά όργανα και ήταν όλο του ίδιου πακέτου. Θηλυκό μεν, αλλά εντάξει. Γλιτώνω τον κλονισμό. Μη μου' ρθει περίοδος μόνο. Γαμώτο. Αφού έπλυνα μούτρα, δόντια -ωραία δόντια- άρπαξα μερικές σερβιέττες από το μπάνιο και έφυγα για το δωμάτιο στο οποίο είχα ξυπνήσει.
Έριξα τα μαλλιά στα μούτρα σε περίπτωση που όντως άλλαζα φάτσες κάθε νανοσεκόντ και έδωσα ρότα για το δωμάτιο. Το σπίτι ήταν σχετικά μεγάλο οπότε θα μπορούσε να ναι οικογένεια. Ήμουν γύρω στα 25 από ότι μπόρεσα να καταλάβω και αρκετά...καλό κομμάτι. Ναι, ας το θέσω έτσι. Άνθρωπος μπροστά. Την πάτησα. Ας είναι άντρας, έχει σκοτάδι και δε βλέπω καλά. Ας είναι πάνω από 55 και ας τον λένε "μπαμπά" και ορκίζομαι δε θα ξαναφορέσω ποτέ διαφορετικές κάλτσες.
Τέλεια. Είναι γυνάικα. Σκατά. Ωραία γυνάικα. Σκατά σκατά σκατά. Κι έρχεται προς το μέρος μου. Μια χαρά και δυο τρομάρες. Αδερφές ελπίζω. Έχει και μια κούπα που αχνίζει την οποία ακουμπάει στο κομοδίνο δίπλα στην πόρτα για το δωμάτιο μου και της χαμογελάω. Μου χαμογελάει και αυτή. Τ-έ-λ-ε-ι-α.
"Πως κοιμήθηκες, μωρό;", μου πετάει ξαφνικά κι έχω μείνει παγωτό. Αφενός γιατί είμαι προφανώς λεσβία και σκατά-σκατά-σκατά-σκατά, αφετέρου γιατί είμαι σίγουρος ότι αν μιλήσω θα βγει κάτι σε αντρουά μπασίλα. Δεν άρθρωσα λέξη από την ώρα που ξύπνησα και με αυτά που συμβαίνουν δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για τίποτα. Εκτός από ένα πράμα.
Την κόλλησα στον τοίχο και τη φίλησα. Όχι, ότι είμαι και τίποτα σπουδαίο αλλά δυο-τρεις γκόμενες που είχα μου το 'χαν κάνει το κοπλιμέντο για την τεχνική. Ε, δε μπορεί κι αυτή γκόμενα είναι. Φάνηκε να ξαφνιάζεται το οποίο με βόλευε αλλά πρέπει να ταν κι αυτή λίγο εξπέρ στο άθλημα γιατί μου 'βαλε χέρι χωρίς αναστολές. Μπράβο μαλάκα.
Όχι.
Το 'χω.
Σήκωσα στα μούτρα της τις σερβιέτες και μεμιάς είδα την ξενέρα να αναγράφεται στη φάτσα της. Ευτυχώς.
Μου χαμογέλασε, μου δωσε μια στον κώλο κι εγώ, έχοντας κάνει το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, μπήκα στο δωμάτιο.
Ήθελα λίγο να τσιρίξω το παραδέχομαι. Τι σόι άντρας είμαι όμως; Τώρα θα το αποδείξω στον εαυτό μυο. Το κλασικό τρίλεπτο του βοδιού πέρασε γρήγορα, ξες αυτό που κοιτάς τον τοίχο και σκέφτεσαι ο,τι χαζομάρα σου κατέβει στο κεφάλι. Κι εκεί που προσπαθούσα να θυμηθώ αν ήρθε ένας μάυρος τις προάλλες στο σπίτι και με ρώτησε αν θα πάρω το μπουρδελί ή το βεραμάν χάπι θυμήθηκα τι σόι άντρας είμαι.
Μεταπτυχιακός φοιτητής που το προηγούμενο βράδυ έκανε κάποιο πείραμα. Νομίζω δηλαδή. Σκατά. Βουρ για το πανεπιστήμιο. Στην τελική ένας άνθρωπος εκεί θα με ακούσει. Ελπίζω.
Μετά η τουαλέτα ήταν ο σταθμός των τρένων κι εγώ κρατούσα μια βαλίτσα που είχε μέσα κάτι μαλλιαρό απ' όσο θυμόμουν, αλλά στην πραγματικότητα ίσως να μην το θυμόμουν αλλά απλά να ήταν κάτι που ήξερα από ένστικτο κι ύστερα βρέθηκα για άλλη μια φορά στην γνώριμη αλλά αγνωστη τουαλέτα με μια συγκεκριμένη σωματική δομή η οποία για το καλό της ψυχραιμίας μου είχε μόνο ένα σετάκι από αναπαραγωγικά όργανα και ήταν όλο του ίδιου πακέτου. Θηλυκό μεν, αλλά εντάξει. Γλιτώνω τον κλονισμό. Μη μου' ρθει περίοδος μόνο. Γαμώτο. Αφού έπλυνα μούτρα, δόντια -ωραία δόντια- άρπαξα μερικές σερβιέττες από το μπάνιο και έφυγα για το δωμάτιο στο οποίο είχα ξυπνήσει.
Έριξα τα μαλλιά στα μούτρα σε περίπτωση που όντως άλλαζα φάτσες κάθε νανοσεκόντ και έδωσα ρότα για το δωμάτιο. Το σπίτι ήταν σχετικά μεγάλο οπότε θα μπορούσε να ναι οικογένεια. Ήμουν γύρω στα 25 από ότι μπόρεσα να καταλάβω και αρκετά...καλό κομμάτι. Ναι, ας το θέσω έτσι. Άνθρωπος μπροστά. Την πάτησα. Ας είναι άντρας, έχει σκοτάδι και δε βλέπω καλά. Ας είναι πάνω από 55 και ας τον λένε "μπαμπά" και ορκίζομαι δε θα ξαναφορέσω ποτέ διαφορετικές κάλτσες.
Τέλεια. Είναι γυνάικα. Σκατά. Ωραία γυνάικα. Σκατά σκατά σκατά. Κι έρχεται προς το μέρος μου. Μια χαρά και δυο τρομάρες. Αδερφές ελπίζω. Έχει και μια κούπα που αχνίζει την οποία ακουμπάει στο κομοδίνο δίπλα στην πόρτα για το δωμάτιο μου και της χαμογελάω. Μου χαμογελάει και αυτή. Τ-έ-λ-ε-ι-α.
"Πως κοιμήθηκες, μωρό;", μου πετάει ξαφνικά κι έχω μείνει παγωτό. Αφενός γιατί είμαι προφανώς λεσβία και σκατά-σκατά-σκατά-σκατά, αφετέρου γιατί είμαι σίγουρος ότι αν μιλήσω θα βγει κάτι σε αντρουά μπασίλα. Δεν άρθρωσα λέξη από την ώρα που ξύπνησα και με αυτά που συμβαίνουν δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για τίποτα. Εκτός από ένα πράμα.
Την κόλλησα στον τοίχο και τη φίλησα. Όχι, ότι είμαι και τίποτα σπουδαίο αλλά δυο-τρεις γκόμενες που είχα μου το 'χαν κάνει το κοπλιμέντο για την τεχνική. Ε, δε μπορεί κι αυτή γκόμενα είναι. Φάνηκε να ξαφνιάζεται το οποίο με βόλευε αλλά πρέπει να ταν κι αυτή λίγο εξπέρ στο άθλημα γιατί μου 'βαλε χέρι χωρίς αναστολές. Μπράβο μαλάκα.
Όχι.
Το 'χω.
Σήκωσα στα μούτρα της τις σερβιέτες και μεμιάς είδα την ξενέρα να αναγράφεται στη φάτσα της. Ευτυχώς.
Μου χαμογέλασε, μου δωσε μια στον κώλο κι εγώ, έχοντας κάνει το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, μπήκα στο δωμάτιο.
Ήθελα λίγο να τσιρίξω το παραδέχομαι. Τι σόι άντρας είμαι όμως; Τώρα θα το αποδείξω στον εαυτό μυο. Το κλασικό τρίλεπτο του βοδιού πέρασε γρήγορα, ξες αυτό που κοιτάς τον τοίχο και σκέφτεσαι ο,τι χαζομάρα σου κατέβει στο κεφάλι. Κι εκεί που προσπαθούσα να θυμηθώ αν ήρθε ένας μάυρος τις προάλλες στο σπίτι και με ρώτησε αν θα πάρω το μπουρδελί ή το βεραμάν χάπι θυμήθηκα τι σόι άντρας είμαι.
Μεταπτυχιακός φοιτητής που το προηγούμενο βράδυ έκανε κάποιο πείραμα. Νομίζω δηλαδή. Σκατά. Βουρ για το πανεπιστήμιο. Στην τελική ένας άνθρωπος εκεί θα με ακούσει. Ελπίζω.