"Τότε εμείς ένα πράγμα ξέραμε. Ακολουθούσαμε το ποτάμι κι όπου μας έβγαζε. Πάντα περίμενε γη εύφορη στο ξέβρασμα και μαλακός καιρός. Η υγρασία δε βοηθούσε πουθενά βέβαια αλλά είχαμε στη διάθεση μας τροφή και ξύλα. Κάθε χειμώνα μαζεύαμε στις αμαξαποθήκες τα εφόδια για το ταξίδι που θα κάναμε τον υπόλοιπο χρόνο.
Υπήρξαν και μάχες. Δεν ήταν πάντα θριαμβευτικές. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να τύχει στους νομάδες. Να ξεκληριστούν στο ταξίδι. Γιατί είχε συμβεί και αυτό. Γινήκαμε δέκα χιλιάδες κάποτε και αποδημήσαμε. Για την πρώτη ξέρουμε ότι έγινε το βασίλειο στο Βορρά. Η δεύτερη και η τέταρτη ξεκληρίστηκαν όπως το φερε η μοίρα τους. Η πέμπτη με την τρίτη ενώθηκαν κατά τη διάρκεια του μεγάλου χειμώνα την εποχή της στάχτης.
Είχε μεγάλο αντίκτυπο η στάχτη στους νομάδες. Τα δαιμόνια ξέρναγαν φωτιά και λάβρα μέσα από αναχώματα στην επιφάνεια της Πράσινης Κοιλάδας. Οι πυρκαγιές ξεσήκωσαν στάχτη που κάλυψε το φως για δυο εποχές. Γινήκαμε βορά στα θηρία ων βουνών που κατέβηκαν βίαια από φόβο μη χάσουν την τρεμάμενη γη κάτω από τα πόδια τους. Κουνούσε συχνά. Η Πράσινη Κοιλάδα γίνηκε ένας γκρίζος θολερός λεκές στη μέση ενός ταλαιπωρημένου δάσους.
Τότε αποφάσισε η έκτη χιλιάδα, που τότε είχε μόνο τους μισούς απόσους όταν ξεκίνησε, να κινήσει νότια, να βρει τις τελευταίες. Η έβδομη, δηλαδή εμείς, τους βρήκε στα μισά του δρόμου. Μας δείξανε πως να δουλέυουμε σε θαλάμους τη μουτζούρα, αυτό το μάυρο σκληρό πράγμα που απομένει όταν κάψεις το ξύλο όσο δεν πάει αλλά πριν γίνει στάχτη και χαθεί. Εμείς τους δώσαμε φαγητό που είχαμε μπόλικο κι έτσι ενώθηκαν η έκτη και η έβδομη χιλιάδα.
Γρήγορα μάθαμε για το βασίλειο του Βορρά. Πολλοί τους κατηγόρησαν ότι βολεύτηκαν. Η φυλή μας δεν τη δέχεται τη στάση. Τη θεωρεί λίμνασμα. Άλλοι είπαν πως καλά έκαναν και πως κι εμείς πρέπει να καταλήξουμε σε τόπο γερό και όμορφο. Η μοίρα παίζει παιχνίδια δύστροπα. Δε χωριστήκαμε γιατί οι νομάδες ακούν και σέβονται όλες τις απόψεις.
Όταν φτάσαμε στο ξέβγαλμα του Μολγαδά, μάθαμε για την απειλή. Μάγοι απειλούσαν να ξεσηκωθούν και να θάψουν τους νομάδες. Μάγοι από το βαρύ Βορρά, εκεί που η νύχτα είναι σχεδόν μόνιμη και τα θηρία δεν κοιμούνται ποτέ. Και εκεί φάνηκε η μεγαλοψυχία του Κέρναν. Γιατί ήταν ο μόνος που σηκώθηκε γύρω από τη μεγάλη φωτιά και ζήτησε να ενωθούν ξανά οι χιλιάδες. Γιατί είχε γιο και κόρη να χάσει. Τη γυναίκα του την πήρε η αρρώστια της στάχτης. Αλλά σηκώθηκε και ο γιος, πέντε μονάχα καλοκαίρια στην πλατούλα του και φώναξε "Ολούμ!" που στην παλιά τη γλώσσα σήμαινε "πατρίδα".
"Ολούμ" λοιπόν.
Για μια πατρίδα ανέβηκαν οι νομάδες στο Βορρά, ενωμένες με τρόπο μαγικό. Ήταν η ανάγκη να καταλαγιάσει το πνεύμα της Ρέα σε τόπο γερό και όμορφο; Ήταν η ανάγκη των νομάδων να νιώσουν λιγότερο μόνοι;
Δεν ξέρω μικρέ να σου πω. Εμείς τότε ένα πράγμα ξέραμε. Ακολουθούσαμε το ποτάμι κι όπου μας έβγαζε. "
Υπήρξαν και μάχες. Δεν ήταν πάντα θριαμβευτικές. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να τύχει στους νομάδες. Να ξεκληριστούν στο ταξίδι. Γιατί είχε συμβεί και αυτό. Γινήκαμε δέκα χιλιάδες κάποτε και αποδημήσαμε. Για την πρώτη ξέρουμε ότι έγινε το βασίλειο στο Βορρά. Η δεύτερη και η τέταρτη ξεκληρίστηκαν όπως το φερε η μοίρα τους. Η πέμπτη με την τρίτη ενώθηκαν κατά τη διάρκεια του μεγάλου χειμώνα την εποχή της στάχτης.
Είχε μεγάλο αντίκτυπο η στάχτη στους νομάδες. Τα δαιμόνια ξέρναγαν φωτιά και λάβρα μέσα από αναχώματα στην επιφάνεια της Πράσινης Κοιλάδας. Οι πυρκαγιές ξεσήκωσαν στάχτη που κάλυψε το φως για δυο εποχές. Γινήκαμε βορά στα θηρία ων βουνών που κατέβηκαν βίαια από φόβο μη χάσουν την τρεμάμενη γη κάτω από τα πόδια τους. Κουνούσε συχνά. Η Πράσινη Κοιλάδα γίνηκε ένας γκρίζος θολερός λεκές στη μέση ενός ταλαιπωρημένου δάσους.
Τότε αποφάσισε η έκτη χιλιάδα, που τότε είχε μόνο τους μισούς απόσους όταν ξεκίνησε, να κινήσει νότια, να βρει τις τελευταίες. Η έβδομη, δηλαδή εμείς, τους βρήκε στα μισά του δρόμου. Μας δείξανε πως να δουλέυουμε σε θαλάμους τη μουτζούρα, αυτό το μάυρο σκληρό πράγμα που απομένει όταν κάψεις το ξύλο όσο δεν πάει αλλά πριν γίνει στάχτη και χαθεί. Εμείς τους δώσαμε φαγητό που είχαμε μπόλικο κι έτσι ενώθηκαν η έκτη και η έβδομη χιλιάδα.
Γρήγορα μάθαμε για το βασίλειο του Βορρά. Πολλοί τους κατηγόρησαν ότι βολεύτηκαν. Η φυλή μας δεν τη δέχεται τη στάση. Τη θεωρεί λίμνασμα. Άλλοι είπαν πως καλά έκαναν και πως κι εμείς πρέπει να καταλήξουμε σε τόπο γερό και όμορφο. Η μοίρα παίζει παιχνίδια δύστροπα. Δε χωριστήκαμε γιατί οι νομάδες ακούν και σέβονται όλες τις απόψεις.
Όταν φτάσαμε στο ξέβγαλμα του Μολγαδά, μάθαμε για την απειλή. Μάγοι απειλούσαν να ξεσηκωθούν και να θάψουν τους νομάδες. Μάγοι από το βαρύ Βορρά, εκεί που η νύχτα είναι σχεδόν μόνιμη και τα θηρία δεν κοιμούνται ποτέ. Και εκεί φάνηκε η μεγαλοψυχία του Κέρναν. Γιατί ήταν ο μόνος που σηκώθηκε γύρω από τη μεγάλη φωτιά και ζήτησε να ενωθούν ξανά οι χιλιάδες. Γιατί είχε γιο και κόρη να χάσει. Τη γυναίκα του την πήρε η αρρώστια της στάχτης. Αλλά σηκώθηκε και ο γιος, πέντε μονάχα καλοκαίρια στην πλατούλα του και φώναξε "Ολούμ!" που στην παλιά τη γλώσσα σήμαινε "πατρίδα".
"Ολούμ" λοιπόν.
Για μια πατρίδα ανέβηκαν οι νομάδες στο Βορρά, ενωμένες με τρόπο μαγικό. Ήταν η ανάγκη να καταλαγιάσει το πνεύμα της Ρέα σε τόπο γερό και όμορφο; Ήταν η ανάγκη των νομάδων να νιώσουν λιγότερο μόνοι;
Δεν ξέρω μικρέ να σου πω. Εμείς τότε ένα πράγμα ξέραμε. Ακολουθούσαμε το ποτάμι κι όπου μας έβγαζε. "