Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Φάνταζυ. Ο,μι,φι,τζι!

Το λοιπόν, ξέθαψα (καταλάθος εννοείται) ένα κείμενο που είχα γράψει, όχι πριν πολύ καιρό και θυμήθηκα ότι έπρεπε να το είχα ανεβάσει. Απλά κλασικά έιχε μείνει μισοτελειωμένο.Το σουλούπωσα λίγο. Ο σκοπός μου ήταν ένα φάνταζυ κείμενο προσαρμοσμένο σε μια παλιά δήθεν ελληνική πραγματικότητα (που φυσικά πηγάζει από το σάπιο μου μυαλό). Αφιερωμένο στον Στέργιο και στους καμένους που θα γελάσουν. Οπότες, χηαρ γιου γκο, με ένα αμφίβολο τελείωμα, χωρίς ντροπές και κανένα απολύτως νόημα:

Για του λόγου το αληθές, εψές ήταν που σας λέω. Ήταν αυτή εκεί, κι εγώ πήγα να τηνε βρω. Εγώ στο σταυρό που σας κάνω δεν ήξερα για το κουσούρι. Από δω το ‘φερε, από κει το πήγε, ε βάλε κι εμένα που σχολειό δεν γνώρισα, δύσκολο ήντο; Μου είχε η πει η σουρτούκω η ανεψιά μου, μην το τραβάς άλλο το μαρτύριο, σύρε στην Τερψιχώρη.

Εγώ αλήθεια δεν ήθελα να πάω. Να μου βγεί τίποτα μεροκαματιάρα ερασιτέχνης; Κι έτσι της πρόσταξα της σουρτούκως της Μάρω,
“Φέρε μου αποδείξεις. Πείσε με ότι η Τερφιψώρα είναι μάγισσα και θα τηνε ασημώσω τα πρέποντα”
“Αύριο το μεσημέρι θέλω να έλθεις από κει. Θα τηνε μιλήσω εγώ.”
Κι έτσι κι έγινε. Κι έσυρα το μεσημεράκι που με είπε η Μάρω και παένου σπίτι της μάγισσας να την έβρω. Και πως τα φέρνει η ρουφιάνα η τύχη, έχει φκιάσει πίτα η πεθερά μου και με σταματάει στο δρόμο.

“Ζησάκη μου, εδώ έφκιασα χορτόπιτα με ζοχούς και έβαλα και λίγο πράσο. Να φας γαβρί μου να χορτάσεις στο χωράφι.”

“Δεν παένου στο χωράφι Δέσπω”, την αποκρίθηκα εγώ αλλά δεν την ένοιαξε. Στο μεταξύ η Μάρω περίμενε στης Τεφιψώρας. Έτσι το ‘λεγα εγώ το όνομα, δεν ήξερα τότε. Και με έπιασε την κουβέντα η πεθερά επειδής δεν τρώω όπως κάποτε.

“Δουλέυω Δέσπω, ψοφάω, που όρεξη για φαϊ;” την είπα αλλά άμα ξες έστω και λίγο από πεθερές καταλαβαίνεις. Με κοιτάει με ένα βλέμμα από κείνα που τα σκιάζεσαι κομματάκι και με πήρε εμένα η τρομάρα και ήθελα να της ξεστομίσω το μυστικό. Αλλά με πρόλαβε, άμα ξες έστω και λίγο από πεθερές καταλαβαίνεις.

“Να τρως για να αποδίδεις τα μέγιστα Ζησάκη”
Έτσι μου πρόσταξε και μετά φεύγοντας μου κοπανάει και τη σοφία,  “Κάτι ξέρουμε εμείς οι αρχαίοι”

Και μ αυτό μ'έκλεισε το μάτι και με παράτησε. Το χωράφι πάντως καλά τα πάει. Εγώ αποδίδω. Τι λέει η Δέσπω δεν ξέρω. Και κίνησα για τη Μάρω που περίμενε με τη μάγισσα έξω από το εκκλησάκι της Οσίας Ξένης, πέρα από την είσοδο του χωριού. Εκεί είχε φκιάσει το τσαντήρι της.

Εγώ που λέτε δεν ήξερα. Συνάντησα εκεί κοντά τη φρουρά. Στο δρόμο μου ήτανε.

“Ζήση, χίλια χρόνια θα ζήσεις” μου σφυράει ο Μιχαλάκης και τράβηξα κατά κει. Είχαν βγάλει τις πανοπλίες και της έφτυναν για να γυαλίσουν. Εγώ είχα χρόνια που σταμάτησα να γυρνοβολάω. Μετά από το τελευταίο που πέρασα με τον βασιλιά, εκείνο που θελε να με δώκει για κόρη εκείνη τη φακλάνα, δεν την ξαναπατάω. Έτσι έλεγα τότε μωρέ και το πίστευα. Ας μην τα πολυλογώ.

“Ωρέ, πολεμιστές κι ιππότες θωρούν τα μάτια μου;” τους πέταξα.
“Ζήση, την κουβέντα σου έχουμε.”
“Γιατί ωρέ, θέτε τον παλιό να σας μάθει την τέχνη στο σπαθί;” τους είπα και γελάσαμε.
Ωραίο το παρεάκι, γουστόζικο. Ο Λιάκος καθόταν παραπέρα και διάβαζε, κάτω από ένα πλατάνι.
“Τήρα τον,” είπα στο Μιχαλάκη. “Αυτός τα μελετάει τα ξόρκια, δεν είναι σαν τον δικό μου, τον περίεργο. Λες και τα κουβαλάει στην πλάτη το ντουγάνι.”
“Α, ρε Ζήση. Σπάθα σαν και τη δική σου δεν έχει είναι αλήθεια. Βλογάνε το παλιό σου μέταλλο όλοι”, μου είπε και όλοι κούνησαν τις κεφάλες τους.
“Αλλά μάγο σαν το Λιάκο δεν εβρήκα σε όλα τα βασίλεια, η αλήθεια να λέγεται.”
Και τότε όλοι συμφωνήσαμε και σερβίρανε ένα κέρας με κρασί για την υγειά. Κι έδωσα κι εγώ τη χορτόπιτα στα παιδιά. Μου είπανε μετά είχανε κάτι τελώνια να διώξουν από τα χωράφια. “Να εύχεστε να μην ξεφυτρώσουν τρολς” και ξανατσουγγρίσαμε.
“Και δε μας λες ωρέ Ζησάκη, τι τράβαγε η γυναίκα σου κατά τη μάγισσα;”
“Η γυναίκα μου;” τονε ρώτηξα.
“Ναι, ωρέ. Κατέβηκαν από πάνω με δυο στάμνες μαζί με την Μάρω και έκοψαν πέρα κατά της μάγισσας.”
Ο Λιάκος σηκώθηκε από το δέντρο και ήρθε να με βρει. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτε. Χαζός ντιπ και ανυποψίαστος.

“Το χωριό έχει και αυτιά και μάτια και λόγος δεν του πέφτει. Αλλά ο λόγος για να κυλήσει και να δώσει ιστορίες δε θέλει λόγο ιδιαίτερο.

Τα ξες αυτά Ζήση μου από πρώτο χέρι. Όλοι οι θρύλοι έχουν να λένε για την αρχοντιά σου και την τέχνη σου στ'ακονισμένο μέταλλο.”

“Λιάκο, κόφτο κανάκεμα και ρίξτο μου στα ίσα”, του αποκρίθηκα. Μου 'χε σηκωθέι η τρίχα με τις αηδίες τους.

Εκείνος κόμπιασε κομματάκι. Έριξε ένα βλέμμα πίσω στον Μιχαλάκη και μα τους θεούς, τα ήπατα μου κόπηκαν.

“Κακά μαντάτα έχετε ωρέ. Αντέχω να τ'ακούσω. Όσο καθυστερείτε όμως, τόσο θέλω να σας σβουρλίσω τα κεφάλια καταεί.”

Σαν την άκουσαν την απειλή, πήραν βαθιά ανάσα και μίλησαν.

“Η γυναίκα σου σαν πολλά έχει να λέει με τη μάγισσα,” είπε ο ένας. Ο άλλος έφτυσε στο πάτωμα σαν άκουσε τη λέξη. Ο Λιάκος έβαλε το χέρι του στον ώμο μου.

“Ζήση, εδώ ξέρεις οι μάγοι γνωριζόμαστε. Κι αυτή εκεί είναι τσαρλατάνος. Έτσι λέει το χωριό. Αλλά για τσαρλατάνος πολύ κίνηση έχει. Και πολλά παιδιά φαίνεται να σπέρνουν οι άντρες τελευταία. Δεν ξέρω τι σερνικοβότανο πουλάει αλλά αν η δικιά σου ψωνίζει από κείνη, πολύ φοβούμαι μη σε τυλίξει.”

Ήξερα γιατί μιλούσαν έτσι. Από τη μια ήθελα να τους σπάσω τις κεφάλες που χώνονται στα της οικογενείας. Απ'την άλλη όμως, με πρόσεχαν. Ήξεραν για την κατάρα. Μέσα μου ένοιωσα εκείνον τον θυμό που πάλευα να αφήσω πίσω χρόνια τώρα. Τα χρόνια που περνάνε και αφήνουν πίσω πτώματα σα σακιά από αλεύρι. Τόσο εύκολα μου βγήκαν οι λέξεις από το βρωμόστομά μου, που σκιάχτηκα.

“Θα τηνε σφάξω μωρέ. Να τελειώνουμε.”

“Τη γυναίκα σου ρε Ζήση;”

“Όχι, ωρε ντουγάνι. Τη μάγισσα. Να πάρει πόδι δύσκολο.”

“Δεν την ξέρω τι λογιά είναι. Αν παίρνει από λόγια θα φύγει.”

“Άμα δεν παίρνει θα τηνε σφάξω να τελειώνουμε. Δώστε μου μια σπάθα τώρα να κινήσω κατά κει. Κι άμα πετύχω τη γυναίκα μου στο δρόμο, ας φυλάξουν οι θεοί να βγω σωος.”

Κι έτσι είπα. Γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Αλλά θεριό σαν την αγάπη μου δεν έχει. Κι άμα την πιάσει το κρεβατομούρμουρο, καλύτερα νεκρός, παρά στον ίδιο χώρο με δαύτηνα.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Διλήμματα

Πάμε λίγο δυνατά με γερή δήλωση:

Αν η ημέρα δεν ξεκινάει με ένα δίλημμα δεν είναι καλή μέρα.

Να τσιγαρίσω τις μπάμιες προτού για να μη μου γίνουν ωσάν γυμνοσάλιαγκες μετά από βομβαρδισμό άπαξ και σκουντήξω το χερούλι της κατσαρόλας στο δρόμο για τον νεροχύτη (γιατί είμαι και ο πιο άμπαλος) ή θα γίνουν βαριές και θα αρχίσει η γκρίνια;

Το χτεσινοβραδινό δίλημμα αφορούσε το κρεμμύδι. Να βάλω; Να μη βάλω; Κι αν βάλω, πόσα να βάλω; Είμαστε και μαλακισμένα τα Ελληνόπουλα με το κρεμμύδι. Άμα δεν έχει εξήμισι τόνους προωθητικό αερίων το φαγητό μας, το βαφτίζουμε άνοστο και δώσ'του παντόφλα στο ελαιόλαδο με την τομάτα θερμοκηπίου και το κρομμύδι να ρέει άφθονο. Η αλήθεια βρίσκεται στους sexpistols και η παρηγοριά στη χωριάτικη.

Ο άλλος, ο συνταγούλης μου γράφει τρία μεγάλα κρεμμύδια. Να τα φας εσύ μαλάκα, τρία κρεμμύδια σαν καρύδες, τσιγαρισμένα στο λάδι σε 400 γραμμάρια μπάμιες. Εγώ συσκευασία κιλού έχω. Τι θες, να τραγουδάω μαζί με τον Κότσιρα "Θα βάλω εφτά κρεμμύδια" ενώσω θα αιωρούμαι σε στάση γιν-εν-γιανκ; Γιατί άμα βάλω εφτά μεγάλα κρεμμύδια για να φκιάσω ένα κιλό μπάμιες μετά θα με ψάχνετε. Aναλαμβάνω εγώ το επόμενο ταξίδι στον Άρη.

Και ήθελα να 'ξερα, εσείς δεν πέρδεστε ρε πρωτοκρεμμυδοπαλήκαρα; Ή δε σας νοιάζει; Μήπως η δική σας βγάζει πιο ωραίο ήχο από αυτές που ξέρω; Μήπως στο σπίτι συντονίζεστε σε μια σι ύφεση μείζονα και χρονομετράτε την πορδή ώστε να ακούγεται αρμονικά ο ήχος; Και στην τελική ποια έιναι η φάση σας. Κάνουν καλό στην καρδιά τα σκορδοκρέμμυδα. Ναι, αλλά καταστρέφουν κάθε ίχνος ζωής σε ακτίνα τριών μέτρων γύρω σου κάθε φορά που εκπνέεις και οποιαδήποτε υπόνοια κοινωνικής ζωής.

Μαλάκα τι λέω. Κλάιν, έχουμε facebook. Σόρρυ μάγκες, γράψτε λάθος.

Το λοιπόν, έρχεται η και η δεύτερη δήλωσις.

Στο δίλημμα όποια επιλογή και να ακολουθήσεις -να 'ναι καλά ο Μέρφυ- θα' ναι αρκετά έως μπόλικα τοις εκατό η λάθος. Η χειρότερη δυνατή. Όσες αναλύσεις και να κάνεις...βασικά...και χρονομηχανή να έχεις, να γυρίσεις πίσω να πάρεις και τον άλλον δρόμο, θα καταλήξεις γρήγορα στο συμπέρασμα: Και οι δύο επιλογές είναι λάθος. Κι αν πας να το παίξεις Κθούλου, Δίας, Αλλάχ και τα συναφή και πας να βρεις τρόπο να παρακάμψεις το δίλημμα, τελείωσε. Μαύρη γάτα που σ'έφαγε. Κι αυτό γιατί θα συνωμοτήσει ο Σίμπας και θα στα γυρίσει τούμπα (και κάτω και άνω) για να εξυπηρετηθεί ο γέλωτας του Big Brother.

Εγώ ας πούμε επέλεξα να την τσιγαρίσω την καριόλα τη μπάμια κι αυτή μετά πήγε και φούντωσε, μαύρισε, κακάλιασε, μας γέμισε καπνούς και κατέστρεψε μισή κατσαρόλα φαΐ. Δε μου φούντωσε όμως στο τσιγάρισμα, όχι. Εκεί η άτιμη μου έδειξε ότι όλα βαίνουν καλώς. Ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ανησυχώ. Αλλά μόλις έκανα λίγο πιο πέρα για τέσσερα-πέντε δευτερόλεπτα, λίγο έτσι να ξύσω το πίσω μέρος του κεφαλιού μου αντάμα με ένα χασμουρητό, δωσ'του αυτή μια μεταμόρφωση σε στραβή γκόμενα.

"Δε μου δίνεις σημασία μπασταρδάκι, τώρα θα δεις εσύ."

Και φλουτς, φραστ, προυφ, -insert random ηχητικό εφέ-, ατμούς, πυροτεχνήματα, άγχος, το τσίρκο έρχεται πάλι στην πόλη κι όλα αυτά για να σου δηλώσει περιχαρής:

"ΚΑΗΚΑ."

Ή μάλλον πιο σωστά, όταν είσαι το άτομο στο οποίο βασίζεται μια οικογένεια για να φάει το μεσημέρι:

"Την πούτσισες μεγάλε."

Κι άμα γύρναγα πίσω το χρόνο και δεν την τσιγάριζα; Θα άλλαζαν όλα αυτά; Γιατί ρε μπάμια; Γιατί; Δε σε φρόντισα; Δε σε πρόσεξα εγώ, να μη διαλυθείς, να μη γεμίσεις μυξούλες και τρέχουμε; Δε σε σεβάστηκα, δε σου 'δωσα πνοή, να σε μεταμορφώσω σε ένα φαγητό της προκοπής από αυτή την αηδία που είσαι όταν φυτρώνεις;

Αλλά θα μου πεις, όταν κάτι τίγκα στη μύξα με γεύση σάπιο δέντρο που θέλει τέσσερα κιλά κοτόπουλο ή έξι τόνους λεμόνι για να το φας, καταφέρνει κι έχει κατανάλωση, έχει επιμονή, υπομονή και σχέδιο.

Το λοιπόν, μια εβδομάδα αφότου γράφτηκε τούτο το κομψοτέχνημα, αλλά δε δημοσιεύθηκε (σοφά εποίησεν το grand plan του σύμπαντος) γύρισα σπίτι για να δω μια ωραιότατη γάστρα με μπάμιες και κοτόπουλο.

Κι όχι μόνο τις έφαγα, αλλά τους χαμογέλασα και σαν μαλάκας λίγο πριν μου τις σερβίρω.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Κακή λογοτεχνία λέμε

Την περασμένη εβδομάδα πήγαινα προς το θέατρο, εκείνο το χωμένο νεοκλασικό σε ένα από τα στενά της Θεσσαλονίκης στο οποίο συχνάζω. Το λοιπόν, για κάποιον λόγο είχα αυτοκίνητο και φυσικά έψαχνα ένα σημείο που θα θύμιζε έστω και στο ελάχιστο μια συνηθισμένη θέση στάθμευσης για να το απαρατήσω με τέχνη και μαεστρία.
-Τα κλασικά, όπισθεν, σαράντα δυο σβούρες το τιμόνι, άλλες τριάντα αλλαγές ταχυτήτων και κάπου εκεί το παρατάς γιατί σ' έπιασε εκείνη η τενοντίτιδα που σε πιάνει μόνο όταν πρέπει να παρκάρεις-

Όπως έμπαινα σ' ένα στενοσόκακο της κακιάς ώρας είδα αριστερά δυο κλαράκια που έμοιαζαν με πόδια να οδεύουν άτσαλα προς μια πλαστική καρέκλα αφημένη στο πεζοδρόμιο των πενήντα εκατοστών. Δεν ξέρω αν πρέπει να περιγράψω το αρρωστημένα αδύνατο πλάσμα παραπάνω, πέρα από το γεγονός ότι ήταν κοπελίτσα και είχε και ένα σμάρτφον ανά χείρας. Πρέπει και να γύρισε να κοιτάξει αδιάφορα προς το μέρος μου, ξες αυτό το ερευνητικό βλέμμα που ρίχνεις και στο χαρτομάντηλο μετά το φύσημα της μύτης για κάτι κλάσματα δευτερολέπτου πριν το πετάξεις στα σκουπίδια. Μετά κάθισε στην πλαστική καρέκλα -σταυροπόδι-, ζούληξε τον σκελετό της σε οξεία γωνία με τα πόδια και επιδόθηκε στη μελέτη του σμάρτφον. Στιγμές ζωής.

Εγώ πήγα στο θέατρο εν τέλει. Το που πάρκαρα δεν το θυμάμαι. Ούτε και το πως εδώ που τα λέμε. Πάντως το αυτοκίνητο χαίρει άκρας υγείας. Βρήκα και τους συνάδελφους-συμφοιτητές-ηθοποιούς-μη-χέσω- και αρχινίσαμε την παράσταση όταν έσκασε μύτη το σχολικό και ξεφόρτωσε το κοινό μας.

Μια γάτα ανακάλυψε ένα αυγό, μια πετρελαιοκηλίδα μόλυνε τον θερμαϊκό αλλά το λιμενικό ανέλαβε δράση, ένας γλάρος γεννήθηκε, ένας ξερόλας του έμαθε να πετάει, τα παιδιά ζητοκραύγασαν, ανθρώπινες και μη ζωές ξετυλίχθηκαν σε μια ώρα και δεκαπέντε λεπτά. Γεννήθηκαν και πέθαναν στη σκηνή. Έξω πέρασε μόνο μια ώρα και δεκαπέντε λεπτά. Μέσα μπήκε σε λειτουργία στο πλυντήριο της σχετικότητας.

Αργότερα ξεκίνησε μια πρόβα. Ένα ζευγάρι γεννήθηκε, ερωτεύτηκε, αγάπησε, πρόδωσε, σκότωσε, χόρεψε και πέθανε. Σε είκοσι λεπτά. Δυο ηθοποιοί, τέσσερις ζωές.

Λίγο πιο μετά, ο Τομ σιχάθηκε τους παπουτσήδες και τον συνεταιρισμό τους, σιχάθηκε την Αμάντα, σιχάθηκε την ίδια του τη ζωή. Ο Τζιμ φίλησε τη Λώρα κάνοντας τη ζωή της ακόμη πιο σκατένια. Αλλά για λίγο η γυάλινη σφαίρα της ξεθόλωσε. Για πολύ λίγο. Ο Τομ το 'σκασε από τα βάσανα, ο Τζιμ από το σπίτι των Ουίγκφιλντ, η Αμάντα έμεινε μόνη με την κόρη της και οι υπόλοιποι νιώσαμε μια πείνα στο στομάχι. Τόσες ώρες πέρασαν. Δεκαπέντε ηθοποιοί, τέσσερις ζωές και μια γαμημένη πείνα.

Το βράδυ, στο δρόμο για το αυτοκίνητο πέρασα πάλι από το στενό. Στην πλαστική καρέκλα ήταν ακόμη σφηνωμένη εκείνη η κοπελίτσα. Το φως από την οθόνη του σμάρτφον θα πρέπε να την είχε τυφλώσει -τουλάχιστον εμένα θα με είχε ξεκάνει- αλλά αυτή εκεί. Επιμονή. Ένας άνθρωπος και μια συσκευή. Και κάπου αλλού, άλλο ένα τέτοιο περίεργο ζεύγος. Δύο ζωές.

Τι θέλω να πω με αυτή τη μπούρδα; Βασικά, τίποτα. Σχετικιστικές σκέψεις. Κακή λογοτεχνία. Με πειράζει η φυσικοχημεία. Όπως θες παρ'το. Έχει πολύ πλάκα τελικά. Ένα κτήριο να γεννάει και να σκοτώνει σε πέντε ώρες όσες ζωές μπορεί να απαριθμήσει κανείς, μόνο και μόνο επειδή φέρει τον τίτλο "θέατρο".

Αλλά τελικά όταν γυρίσεις το κεφάλι για να δεις τι γίνεται έξω, είναι φορές που πέντε ώρες δε φτάνουν ούτε για να φέρουν εις πέρας ένα ερωτικό καυγαδάκι.

Ο μόνος επίλογος που δύναμαι να σκεφτώ;

"Χα. Καλό."

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Ντροπή σας

Μόνο ρητορικές ερωτήσεις σήμερα. 

Πόσο ζυγίζει ρε μια ζωή;

Πόσο κοστίζει;

Θυμάμαι κάποιος μου 'πε κάποτε ότι η σκανδάλη ενός συγκεκριμένου μοντέλου όπλου (δε θυμάμαι μοντέλα και τέτοια) θέλει περίπου 5 κιλά δύναμης για να πατηθεί. Μερικοί είναι όντως πολύ δυνατοί. Το βάρος μιας σφαίρας 9mm είναι περίπου 110gr. Θέλετε να το πάμε με ορμή; Δεν έχει νόημα.

Μια παλάμη ζυγίζει περίπου μισό κιλό.

Ένας λοστός ίσως είναι κανα δίκιλο.

Ένα μαδέρι απ'αυτά που βλέπεις στις πορείες, άλλο μισό κιλό.

Κι ένα καλοζυγισμένο χτύπημα; Πόσο να πηγαίνει;  Ένα εκπαιδευμένο χέρι, πόσο εύκολα σκοτώνει;

Είναι 21 γραμμάρια αυτό που εγκαταλείπει τούτον τον πλανήτη και ξεψυχάει στα πεζοδρόμια;

Τι σκατά, μια πράξη βίας είναι. Ψιλοπράματα. Κοίτα να δεις όμως που το αποτέλεσμα είναι απόλυτο, μη αναστρέψιμο. 

Δε θα 'πρεπε ρε να ναι τόσο εύκολο να σκοτώσεις. Να δείρεις. Να ασκήσεις βία. Θα 'πρεπε να ζυγίζει κάτι. Κάτι παραπάνω. Στη συνείδηση, σ' αυτόν τον καθυστερημένο τόπο και χρόνο, στο σύμπαν, δεν ξέρω που. Αλλά θα 'πρεπε.

Και κοίτα να δεις ρε, δεν έχω διαβάσει πουθενά επιστημονικό άρθρο που να λέει ότι οι μαύροι είναι πιο ανθεκτικοί στις σφαίρες ή στις αλυσίδες από τους κίτρινους. 110 γραμμάρια αρκούν για όλους. Πέντε κιλά κενής σκέψης, αρκούν και για τους ομοφυλόφιλους και για τους πολιτικούς και για τους φασίστες και για τους στρατιώτες και για τα πάντα. 

Είναι και ασύμφορο. 110 γραμμάρια για 21; 

Δε θα 'πρεπε. 

Ντροπή σας.

Και ντροπή μας που σας ανεχόμαστε. 

Αλλά μάλλον εμείς δεν είμαστε οι δυνατοί.
 
Μάλλον εμείς είμαστε οι φλώροι.