Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Έμπνευση #3345647442247682399


Η πραγματικότητα είναι μία: Όσο και να προσπαθείς πάντα οι καλές ιδέες είναι λίγες. Τόσο λίγες που απλπίζεσαι. Και επειδή γράφω γενικώς πολύ - κυρίως επειδή μου είπαν ότι είναι γαμάτο να γράφεις πολύ -έχω έναν διόλου ακτάδεκτο ορυμαγδό από αηδίες. Αυτό (εννοώντας το παρακάτω πράμα) ανακαλύφθηκε πρόσφατα και γέλασα τόσο πολύ με το ηλίθιο χιούμορ που με διακατέχει ώρες ώρες σας το δίνω να το απολάυσετε.

Και ναι είναι διακαης πόθος να γράψω ένα αστυνομικό και ναι επειδή ξέρω ότι μαζεύεστε μιλλούνια να με ρωτήσετε τις λεπτομέρειες, σας ενημερών ότι προέχει ένα sci-fi fantasy.


Η τελευταία της λέξη ήταν “Γαμιέσαι”. Μετά με έφτυσε και φεύγοντας από το διαμέρισμα φρόντισε να βροντήξει τη σιδερένια πόρτα με όλη της τη δύναμη. Ηλίθια αντίδραση. Για μια στιγμή πίστεψα ότι θα με πυροβολήσει. Χάζεψα το πακέτο με τα τσιγάρα στο τραπεζάκι του σαλονιού. Αργά και βασανιστικά έβγαλα ένα από μέσα. “Οχτώ εκατοστά γευστικού θανάτου” το αποκαλουσε. “Μπορείς εσύ να κάνεις κάτι τέτοιο με οχτώ εκατοστά πουλί;” Εγώ δεν κάπνισα ποτέ. Αλλά γελούσα με το αστείο.

Άναψα ένα και το ακούμπησα όρθιο στο γυάλινο τραπέζι. Εάν κάπνιζα, αυτό θα έκανα. Τις στιγμές της απίστευτης εκείνης μελαγχολίας που ετοιμάζεται να σε κατασπαράξει με το που κουνήσεις κατα κει, εγώ θα άναβα ένα τσιγάρο και θα κοιτούσα τη γκριζοπή αηδία να διπλώνει περίεργα στο δρόμο της προς τα πάνω. Κι ο περίεργος κιτρινωπός λεκές στο ταβάνι, σαν κατουρημένο βρακί που θα έσκαγε μύτη μετά από πολλά χρόνια; Τον συνέκρινα νοερά με το κιτρινισμένο χέρι της – μάλλον πρώην – αρραβωνιαστικιάς μου. Κατέληξα. Το ταβάνι το ξαναβάφεις.

Πήγα στο ψυγείο και άρπαξα μια μπύρα. Δεν ξέρω, εκείνο το γλυκό μπέρδεμα στο στομάχι που σου αφήνει μια καλή μπύρα στέλνει το μυαλό μου σε τρομερή εγρήγορση. Κοίταξα το πιστόλι στο τραπέζι. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Πεταμένα μαξιλάρια από το χτεσινό καβγά, ένα άδειο μπουκάλι ακριβό ουίσκι και ενα τεράστιο ποτήρι. Οι τρεις σφαίρες των εννέα χιλιοστών ήταν το απομεινάρι της χτεσινης οινοποσίας. Κάπου μέσα στη μέθη μου, θεώρησα ότι και οι έξι σφάιρες καλές είναι και τα παράτησα. Δεν το γέμισα. Κι εκεί στράβωσε το πράγμα.

Η άλλη ξύπνησε και με πήρε ο διάολος. Ανεύθυνος βλέπεις. Αυτή η υπόθεση με τις κατα συρροή δολοφονίες μας ρουφούσε κάθε διάθεση για ζωή. Ο διοικητής ένας ανίκανος σαπιοκοιλιάς με αστείρευτη όρεξη για λουκουμάδες και φτηνό χιούμορ. Θα ψοφήσει όπου νά ναι από βουλωμένες αρτηρίες οπότε δε σκάω. Για όνομα, είμαι τριάντα χρονών και έχω σκοτώσει περισσότερο κόσμο απ' όσο έχω γνωρίσει. Κι όμως, η καλή μου πιστεύει ότι είμαι πολύ ανεκτικός. “Καθάρματα, μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια και τέλος” συνήθιζε να λέει.

Κι εκεί κατάλαβα. Το φίλτρο από το τσιγάρο άρχισε να παίρνει. Η μπόχα του καμμένου πλαστικού δεν είναι αρκετή για να με βγάλει από το λήθαργο. Σκηνές αποτρόπαιες περνάνε σαν ταινία μέσα στο κεφάλι μου. Η μπύρα αφήνει το χέρι μου και διαλύεται σε χίλια κομμάτια τη στιγμή της κρούσης με το μάρμαρο. Ο ανεγκέφαλος εαυτός μου φεύγει προς την πόρτα ενώ δεκάδες εικόνες από φωτογραφίες των τελευτάιων θυμάτων βομβαρδίζουν το κεφάλι μου. Είναι αδύνατον να μου ξέφυγε αυτό το τόσο σημαντικό στοιχείο.

Ατελείωτες ώρες ξενυχτιού και το πρωι να βρίσκω μια μπουκάλα απο οποιοδήποτε αλκοολούχο έβρισκε μπροστά της και άδεια πακέτα. Το ποσό του εθισμού της δε μου έκανε ποτέ εντύπωση. Ούτε η ψύχωση με τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Για κάποιο λόγο λάτρευε τους κακούς. Όσο πιο καθήκι ο αντί-ήρωας τόσο πιο γαμάτη η ψύχωση. Κι εγώ ακολουθούσα σαν το στραβάδι που ήμουν, κυρίως γιατί ήταν καλή γκόμενα. Αν εξαιρέσεις τον επικείμενο θάνατο της από το τσιγάρο και το ποτό δηλαδή – κοινώς η τύπισσα βρωμούσε ανελέητα και επί μονίμου βάσεως καπνίλα και οινόπνευμα.

Η μηχανή χιλιάρα για πολλούς λόγους, ένας από αυτούς η κάυλα που είχα με τις μηχανές “να ουμ'”. Πόσο χρήσιμη – ή και μοιραία εν τελει, ποτέ δεν ξέρεις – θα μου φανεί τώρα άραγε; Το κινητό σφηνομένο ανάμεσα στο κράνος και το αυτί, ανάθεμα τον καρκίνο του, δε με ενοιαζε τίποτα πλέον. Ας βρω τη σκρόφα, την οποία όλως περιέγως έχω πλέον διαγράψει από τη ζωή μου μέσα σε δέκα λεπτά έντονης εγκεφαλικής δραστηριότητας, κι ας γίνει ό,τι θέλει.

“Ναι;” γουρούνισε ο μαλάκας.
“Σήκω, πάνε στην προβλήτα που βρήκαμε τον τελευταίο. Βρήκα το δολοφόνο μας,” του φώναξα και έκλεισα. Άκουσε, δεν άκουσε χέστηκα. Έπρεπε πάση θυσία να προλάβω να καρφώσω μια σφαίρα στο σάπιο κεφάλι της -μάλλον πρώην- αρραβωνιαστικιάς μου.