Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Κοντό πατζούρι

The dark room of the Manor was faintly illuminated by the moonlight, creating eerie shadows through the fine furniture. The curtains were tightly shut to prevent inner exposure to the curious ones, yet the full moon managed to pierce the thick cloth covering the windows. The Rodb Manor, belonging to one of the members of the city council stood proud atop of a series of crests that adorned the east side of Pryburn. Tiaban was sitting in front of the library room window that allowed him to have full view over the city. He sipped ceremoniously of a fine crafted glass that contained a red liquid, more like a wine than anything else. Yet the fragrance swimming through the room reminded him of his early days in his family Manor with his father, beside this very window.
                The city beneath him lay unmoving, drifting through the cold night, making its way towards the sunny but cold day where life would overflow the cobbled streets and alleys once more. The harsh and unforgiving weather was hard to anyone who chose to travel in the city’s streets by the night for he would eventually stagger his way to the closest inn, claiming shelter from the night. Yet one short and slender figure moved past the buildings in a fast moving manner. His movements showed agility surpassing that of a simple man; he seemed like dancing amidst an icy cold town, a dancer that none would pay to see. He reached a halt suddenly, as if recalculating his steps and reached out for his backpack. He was standing next to a low, squat building that would probably give him easy access to the rooftops. His gauntleted hands gripped tightly a rope with a hook attached to its end that shot its way through the stone walls, reaching the rooftops, anchoring itself there. Biadar gripped tightly the silk rope and began his ascend to the rooftop, padding lightly on the stone wall of the squat stone building.
                His ascend was easy and granted him view of the east crest of the city, Mallowcliff as the locals called it. The Rodb Manor was the first building to the left. Biadar began his walk on the rooftops, the harsh weather piercing his skin all the way through the bones, making him shiver from jump to jump as the icy air shortened his breath. He stopped over a flat roof a two story building that was a size greater than the previous ones he had stepped on. A wooden tablet hung from the north-west corner reading “The Pilgrim’s Estate”. The short guy stepped carefully over one edge and watched silently behind his mask the dark shadows of people inside the inn move uneasily on the cobbled pavement.
                “I might as well need a place to hide. This ain’t a bad choice” he whispered to himself and marked the location of the inn. He left the crowded place and its mingled voices to fade away feeling once again alone in this world, every time an icy breath froze another bit of his lungs.
                Moments later, a strange pair of two large bellied figures staggered their way to the inn’s door. They were long past drunk and sought desperately for a shelter. A rough voice thundered through the cold alley
                “Bastards! Them gods you know. We are free- freezing out here!”
                “Oh shut your trap, I reckon this is an inn for newcomers.”
                “Watch that sign dear sir. May be for us.”
They both brought their red noses towards the wooden door, carefully observing a notice. The smell of roasted meet and good quality wine hastened their entrance to the warm inn. Their last words echoed through the dark alley as they entered the inn together, holding each other’s backs.
                “It ain’t for us anyway.”
                “Yeah some stupid assassin or what… I would teach him some fatal tricks if he’d like!”
                “Or you should kill him and get the reward! It’s a high one I tell you!”
Their cheerful loud laughter joined the company of travelers that resided inside the inn, leaving the notice exposed to the cold once again, so everyone could see the pale face with a short beard on his chin bearing the name Biadar Rhenand smile viciously, a short dagger between his teeth, droplets of blood falling from it. “Ten thousand gold pieces if brought alive on the Guards’ station. Claimed the lives of more than a thousand people.”

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Σκατά εδώ, σκατά εκεί, σκατά και παραπέρα...

Τη συνέχεια την ξέρετε... Σκατά στη γη στον ουρανό, σκατά και στον αέρα. Σκατά και στο πανεπιστήμιο. Σκατά και στα ΜΑΤ. Σκατά και στους αναρχικούς. Σκατά στα μούτρα μας βασικά. Το Τμήμα Χημείας του Α.Π.Θ. βρίσκεται υπο κατάληψη από τη Δευτέρα 9/12 μετά από απόφαση Γενικής Συνέλευσης Τμήματος που διαξήχθη την ίδια μέρα στις 12.00.  Να πούμε και την αλήθεια: 30 νοματέοι ξύπνησαν το πρωί, έβρισαν τον ήλιο γιατί ήταν μεθυσμένος από τις εκλογές που κέρδισε το πασόκ και είδαν στην τηλεόραση ότι δυνάμεις των ΜΑΤ εισέβαλαν στον ιερό χώρο του Πανεπιστημίου. Ευκαιρία να πάμε σπίτια μας 2 βδομαδούλες νωρίτερα. Και έτσι και έγινε. Αυτοί που έμειναν τώρα όμως δεν πήγαν σπιτια τους βρε παπάρα θα μου πεις. Και θα απαντήσω, είναι οργανωμένοι. Οι μισοί τώρα, οι άλλοι μισοί πριν την εξεταστική του Ιουνίου. Αμ τι νομίζατε... Τουλάχιστον έτσι πιστεύω εγώ.

Είμαι αρκετά νευριασμένος από την όλη φασιστική κίνηση των συγκεκριμένων παρατάξεων και φοβάμαι ότι αν μπω σε διαδικασία συγγραφής ενός υβριστικού κειμένου, θα ξεδώσω και μετά θα το σβήσω χάνοντας πολύτιμο χρόνο ενώ μπορώ κάλλιστα να αφιερώσω αυτό το χρόνο σε κάτι που ήθελα να κάνω εδώ και μέρες.

Ας ξεκαθαρίσω τη θέση μου πρώτα απόλα για να μη μας πούνε και ελέφαντες και μετά έχουμε άλλα. Στις 6 του Δεκέμβρη 2008, ένας ψυχοπαθής δυνάμει δολοφόνος με άδεια οπλοφορίας από το ίδιο το κράτος πυροβόλησε και σκότωσε εν ψυχρώ έναν νεαρό 15 χρονών. Ένα αμούστακο που θα λεγαν και στο χωριό μου. Αυτή είναι η ψυχρή αλήθεια. Ούτε αγγελούδι ήταν το παιδάκι, ούτε κωλόμπατσος ο άλλος. Τα πράγματα πρέπει να αντιμετωπίζονται στεγνά σε τέτοιες περιπτώσεις για να γίνεται και η απονομή της δικαιοσύνης ευκολότερη. Δολοφόνος με άδεια κυρίες και κύριοι. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Το παιδάκι νεκρό. Δυστυχώς. Μακάρι να μπορούσα να το αναστήσω. Αλλά δεν. Ξέρετε η μονιμότητα του θανάτου, είναι κάτι το οποίο δεν απασχολεί κανέναν σοβαρό ερευνητικό επιστήμονα για έναν και μόνο λόγο: Διότι είναι οριστική και αμετάκλητη. Όσο και να καίμε πόλεις, όσο και να σπάμε βιτρίνες από "καπιταλομάγαζα" η μη, πάρτε το χαμπάρι. ΔΕΝ ΘΑ ΦΕΡΕΤΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΠΙΣΩ.

Όχι, ότι σας συμφέρει δηλαδή. Βαθειά μέσα μου πιστεύω ότι το χαρήκατε ως κίνημα που σκοτώθηκε το καημένο το παιδί γιατί σας έδωσε την ευκαιρία να τα κάνετε όλα πουταναριό. Διοτί περι πουταναριού πρόκειται και δε σηκώνω κουβέντα. Και όπως προείπα αυτά τα πράγματα πρέπει να παρατηρούναι ωμα, διότι μόνο τότε μπορείς να εισάγεις ανεπεξέργαστα τα γεγονότα, χωρίς καμία συναισθηματική φόρτιση να θολώνει την κρίση σου και να καταλήξεις σε λογικά συμπεράσματα. Κάπως έτσι, κατέληξα κι εγώ στο παρακάτω συμπέρασμα. Το μόνο πράγμα στο οποίο δίνω ενδιαφέρον είναι το παρακάτω:

Δεκέμβρης 2008, Ημέρα: 5η, Ώρα: Πρωί
Ένας άντρας και μια γυναίκα, άνοιξαν τα μάτια τους και σηκώθηκαν για να ετοιμαστούν για τη δουλειά.
Αποχαιρέτισαν το καμάρι τους χαμογελαστοί στο δρόμο για το σχολείο (ο ένας εκ των δυο νοερά καθότι χωρισμένοι αν δεν απατώμαι), ίσως και να μάλωσαν λίγο, ίσως να μην έχει καμία σημασία αν όντως συνέβη κάτι από όλα αυτά.

Δεκέμβρης 2008, Ημέρα: 6η, Ώρα: Απογευματάκι
Αμφότεροι οι δυο γονείς αποχαιρέτισαν, κατά το ίδιο σκηνικό, με ένα ξερό 'καλά να περάσετε' ή ακόμη και με ένα 'να γυρίσεις μέχρι τις 11' το παιδί τους που κατευθύνθηκε προς κάτι γήπεδα μπάσκετ.

Δεκέμβρης 2008, Ημέρα: 7η, Ώρα: Πρωί
Οι δυο γονείς αποχαιρετούν το παιδί τους, μια και καλή.

Σας εκλιπαρώ να φανταστείτε την τραγικότητα της κατάστασης. Η μικρότητα της ζωής, το εφήμερο των πραγμάτων, η μοιραία κίνηση που έθεσε σε λειτουργία το καταραμένο όπλο του 'μέχρι-τότε-απλώς μαλάκα-από-κει-και-έπειτα-δολοφόνου'. Γύρω φωτιές να  στολίζουν χαρούμενα το Χριστουγεννιατικο πνεύμα. Πάει κι αυτό. Εγώ προσωπικά τα περασμένα Χριστούγεννα τα χα βάψει μάυρα. Ίσως γιατί έχω μια περίεργη σχέση με το θάνατο. Ίσως γιατί κατανοώ ορισμένα πράγματα σε μεγαλύτερη έκταση απότι μερικοί θερμοκέφαλοι. Ίσως πάλι γιατί είμαι τελείως λάθος και η αλήθεια είναι μίλια μακριά. Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι τον περασμένο Δεκέμβρη έχασα 2 βράδια τον ύπνο μου προπαθώντας να χωνέψω το γεγονός και τις υπόλοιπες 22 μέρες σκεφτόμουν το καημένο το παιδί που έχασε τη ζωή του, θύμα σε έναν ιερό πόλεμο μεταξύ βλακείας και ασυνειδησίας και τους δυο γονείς που έχασαν τα πάντα σε μια γκαντέμικη μέρα.

Δε μπορώ δυστυχώς να ξεκολλήσω το μυαλό μου από τη συνεχή σκέψη που πολύ πιθανόν να βασανίζει τους γονείς του μέχρι το τέλος της μίζερης πλέον ζωής τους:

"Κι αν δεν το είχα αφήσει να πάει για μπάσκετ...;"